Οι εξελίξεις στη Βόρεια Μακεδονία και η κρίση στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη δεν είναι καλά σημάδια για τα Δυτικά Βαλκάνια, δηλώνει ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Εντι Ράμα στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο».
Καλεί πολιτικούς παράγοντες εντός της περιοχής, αλλά και εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης «να είναι προσεκτικοί και να μην υποτιμούν τέτοιου είδους συμπτώματα», εκτιμώντας πάντως ότι «τα πράγματα δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να φοβόμαστε αποσταθεροποίηση».
Η συνέντευξη έγινε την Πέμπτη το βράδυ μέσω WebEx, λίγη ώρα αφού ο Εντι Ράμα επέστρεψε στα Τίρανα από το Βελιγράδι, όπου συναντήθηκε με τον σέρβο πρόεδρο Αλεξάντερ Βούτσιτς και τον αντιπρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας Νίκολα Ντιμιτρόφ. Ο Ράμα προαναγγέλλει πρόοδο στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Ανοιχτά Βαλκάνια», για την οποία οι τρεις πλευρές είχαν μιλήσει στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, μιλά για την Τουρκία, καθώς και για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις.
Ανησυχείτε για την κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια μετά τις εξελίξεις στη Βόρεια Μακεδονία, αλλά και λόγω της κρίσης στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη; Συμμερίζεστε την άποψη ότι τα Δυτικά Βαλκάνια μπορεί να εισέρχονται σε κατάσταση αποσταθεροποίησης;
Δεν ανησυχώ αυτή τη στιγμή διότι δεν νομίζω ότι τα πράγματα έχουν φτάσει σε σημείο που να φοβόμαστε αποσταθεροποίηση. Οι άνθρωποι στα Δυτικά Βαλκάνια γνωρίζουν ότι η αποσταθεροποίηση δεν είναι καλή για κανέναν, ούτε για αυτούς που επιδιώκουν πιθανώς την αποσταθεροποίηση. Δεν βρισκόμαστε, πάντως, σε καλή φάση και αυτά δεν είναι καλά σημάδια. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.
Ποιοι, εννοείτε, πρέπει να είναι προσεκτικοί;
Τόσο οι πολιτικοί παράγοντες εντός των Δυτικών Βαλκανίων όσο και εκτός, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, πρέπει να είναι προσεκτικοί. Να μην υποτιμούν τέτοιου είδους συμπτώματα.
Υπάρχουν ανησυχίες για την ανάμειξη άλλων δυνάμεων και της Τουρκίας στην περιοχή, που προσπαθούν να απομακρύνουν τα Δυτικά Βαλκάνια από την ΕΕ.
Δεν γνωρίζω ότι υπάρχει κάτι που συνδέει την Τουρκία με οποιαδήποτε μορφή ή σχήμα αποσταθεροποίησης. Γνωρίζω ότι η Τουρκία είναι στρατηγικός εταίρος για την Αλβανία, όπως είναι η Ελλάδα, όπως η Ιταλία. Η Τουρκία είναι στενός φίλος της Αλβανίας. Θέλουμε να ενδυναμώσουμε τη φιλία μας. Δεν βλέπω να έχει η Τουρκία ατζέντα υπονόμευσης της ευρωπαϊκής πορείας των Δυτικών Βαλκανίων.
Οταν σας επισκέφθηκε τον Σεπτέμβριο η πρόεδρος της Κομισιόν είπε ότι η Αλβανία είναι έτοιμη να ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις, σημειώνοντας ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει μέχρι το τέλος του έτους. Τι προσδοκάτε όμως μετά τη Σύνοδο Κορυφής ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων;
Δεν είναι η πρώτη φορά που ακούω τέτοιες προβλέψεις από υψηλά ιστάμενους στην ΕΕ και δεν θα είναι η πρώτη φορά που δεν θα μπορέσουν να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους. Δεν περιμένω κάτι. Θεωρώ ότι πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι κάνουμε, διότι το κάνουμε για εμάς, τα παιδιά μας, την Αλβανία, όχι για τους φίλους μας στις Βρυξέλλες ή σε άλλες πρωτεύουσες. Δεν περιμένω κάτι. Μπορεί να γίνει, μπορεί να μη γίνει. Είναι το ίδιο για εμάς.
Αναλυτές λένε ότι οι εξελίξεις στη Βόρεια Μακεδονία μπορεί να μην προέκυπταν εάν η ΕΕ είχε προχωρήσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Πράγματι, είναι αλήθεια. Αλλά ταυτόχρονα δεν εξαρτάται από εμάς. Οι αναλυτές πρέπει να γράφουν, αλλά οι αποφάσεις λαμβάνονται από τους μεγάλους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Και η Ευρώπη αυτή την εποχή φαίνεται ότι δεν μπορεί να έχει συνοχή και να λάβει αποφάσεις, που χρειάζεται όχι μόνο για εμάς, αλλά και για την ίδια.
Είχατε συνάντηση στο Βελιγράδι με τον σέρβο πρόεδρο Αλεξάντερ Βούτσιτς και τον αντιπρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας Νίκολα Ντιμιτρόφ στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Ανοιχτά Βαλκάνια». Πόσο προχωρήσατε στην πρωτοβουλία αυτή και τι συζητήσατε για την κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια;
Εχουμε κάνει πρόοδο, αλλά όχι όση θα θέλαμε. Στην επόμενη συνάντηση στα Τίρανα τον Δεκέμβριο θα προχωρήσουμε σε κάποιους στόχους σε σχέση με την ελευθερία διακίνησης προϊόντων. Σχετικά με την κατάσταση, είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιες καταστάσεις, δεν είναι κάτι ξεχωριστό.
Η Ελλάδα έχει θέσει δύο επιπλέον προϋποθέσεις στο πλαίσιο της ενταξιακής σας διαδικασίας. Την αλλαγή της νομοθεσίας περί απογραφής, ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα των μελών της ελληνικής μειονότητας να αυτοπροσδιορίζονται και την προστασία των περιουσιακών τους δικαιωμάτων. Τι πρόοδος έχει γίνει;
Δεν είχαμε πρόβλημα προστασίας της περιουσίας της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Είχαμε πρόβλημα προστασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας γενικότερα. Η ελληνική μειονότητα υπέφερε εξαιτίας του προβλήματος αυτού, όπως όλοι.
Αντιμετωπίσαμε το ζήτημα με νέα νομοθεσία, βλέπουμε θετικά αποτελέσματα και συνεχίζουμε ως προς το ζήτημα αυτό. Οσον αφορά το δεύτερο θέμα, έχουμε συζητήσει με τους έλληνες φίλους μας.
Ελλάδα και Αλβανία αποφάσισαν να παραπεμφθεί η οριοθέτηση της ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ποια είναι τα επόμενα βήματα και σε ποιους τομείς προσδοκάτε στενότερη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών;
Συμφωνήσαμε να απευθυνθούμε στο Διεθνές Δικαστήριο, αλλά εκκρεμεί ακόμη η εξεύρεση λύσης. Δεν έχει βρεθεί ακόμη λύση. Ελπίζουμε ότι θα τη βρούμε.
Είναι σαφές ότι υπάρχει θετική ενέργεια στη σχέση μας, υπάρχει καλή διάθεση και από τις δύο πλευρές να επιλυθεί το θέμα με καθαρό τρόπο, μέσω παραπομπής στη Χάγη, επιδεικνύοντας εμπιστοσύνη σε τρίτο μέρος. Αποτελεί τεράστιο επίτευγμα, αλλά δεν έχουμε ακόμη βρει τη λύση.
Είμαι περισσότερο αισιόδοξος από ό,τι ήμουν πριν ξεκινήσουμε με τον Πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη και τον υπουργό Εξωτερικών κ. Δένδια. Είναι ειλικρινά διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε αυτή τη σχέση, κάτι που είναι καλό και για τις δύο πλευρές. Εχω πει ότι η πολιτική και στις δύο πλευρές δεν κατάφερε να ακολουθήσει τους λαούς, που έχουν καλή σχέση. Οι Αλβανοί στην Ελλάδα έχουν ενταχθεί, μιλούν με την εργατικότητά τους, τον σεβασμό στη χώρα. Και το ίδιο εδώ, Ελληνες που ζουν εδώ ως πολίτες είναι στο σπίτι τους. Η πολιτική δεν έχει καταφέρει να φέρει τις σχέσεις των δύο χωρών στο ίδιο επίπεδο. Αυτό πρέπει να κάνουμε και εκτιμώ ότι αυτό επιδιώκουν ο έλληνας Πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών.
Της Μαρίας Βασιλείου