Η µονή ∆ρυάνου ή Ντρυάνου υπήρξε η µεγαλύτερη των µονών της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως και το θρησκευτικό και µορφωτικό φυτώριο της περιοχής. Η λέξη ετυµολογείται από το ουσιαστικό -δρυς- όπου παλιά και σήµερα ακόµα υπάρχουν πολλές βελανιδιές. Σύµφωνα µε την παράδοση η αρχική θέση της µονής, η οποία καταστράφηκε την περίοδο των Σταυροφοριών, βρισκόταν στο σηµερινό παρεκκλήσι του Αη Θανάση στην οµώνυµη ράχη ανάµεσα στο Βουλιαράτες και Ζερβάτες, το οποίο έκαψαν οι κοµµουνιστές ∆εροπολίτες περίπου το 1982-83. Γνωρίζουµε ότι ιδρύθηκε µε απόφαση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο οποίος για να τονώσει το πεσµένο ηθικό των κατοίκων από τις βαρβαρικές επιδροµές των ετών 495 και 558 µ.Χ. και για να απλωθεί στην Ήπειρο η ορθόδοξη πίστη, έστειλε τον πρωτοσπαθάριο Κων/νο και έκτισε το 550 µε 570 µ.Χ. τη µονή που είχε το όνοµα της Κοίµησης της Θεοτόκου . Η σηµερινή τοποθεσία της µονής βρίσκεται στην κορυφή του βουνού ∆ρυάνου, που φαίνεται σαν να ενώνεται η γη µε τον ουρανό και ελέγχει την κοιλάδα του ∆ρύνου από τη Λιούντζη µέχρι το ∆ελβινάκι. Απέχει από τα χωριά Βουλιαράτες και Ζερβάτες περίπου τρεις ώρες οδοιπορικώς. Κατά τον Φ. Οικονόµου η µονή είναι κτίσµα του 12ου αιώνα . Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει η σωζόµενη πλάκα µε χρονολογία 1010 µ.Χ., που ήταν χτισµένη σε νεότερο κτίριο . Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού είναι τρίκογχος, σταυροειδής µε τρούλλο, νάρθηκα και αγιογραφηµένο προστώο. Ο κύριος ναός στηρίζεται σε δύο κολόνες. Είναι εξ'ολοκλήρου καλυµµένος από τοιχογραφίες και πάνω τους υπάρχουν πολλά ονόµατα γραµµένα στα αλβανικά από άθεους αλβανούς και έλληνες φαντάρους της κοµµουνιστικής περιόδου. Μπροστά στην είσοδο του ναού υπάρχει πηγάδι και η θύρα της εισόδου του ναού είναι µικρή. Στο πάνω µέρος της θύρας προς τον κύριο ναό υπήρχε επιγραφή, η οποία τώρα είναι σοβατισµένη, ενώ από τη µέσα πλευρά υπάρχει τετραγωνισµένο µέρος βαµµένο άσπρο. Γύρω-γύρω από το ναό υπάρχει ολόκληρο συγκρότηµα από κτίρια, όλα διώροφα καλοκτισµένα και µισογκρεµισµένα, µε θόλους που νόµιζα ότι πατούσα πάνω σε στέρεο, αλλά κάτω ήταν µια οπή, όπου πρόσεξα ένα διάδροµο από θολωτό κτίσµα, προφανώς ήταν διάδροµος του ισόγειου κτιρίου. Εντύπωση προκαλεί το πράκι της πόρτας της εισόδου ενός κτιρίου της ανατολικής πλευράς, το οποίο είναι πελεκημένο µε πολλή λεπτοµέρεια. Λόγω της εγκατάλειψης ή κάποιο άθεο χέρι προκάλεσε στο πράκι µια ραγισιά. Πιο ψηλά υπάρχει µια επιγραφή, την οποία λόγω του ύψους δεν µπόρεσα να διαβάσω. Ένα µέρος ενός άλλου κτιρίου είχε πέσει ολόκληρο και µου είπαν ότι δεν ξεκόλλησε διότι ήταν κτισμένο µε αυγόκολα.
Η µονή ∆ρυάνου είχε µετόχια στο Βοµπλό και στη ∆ολβίστα του Πωγωνίου από το 1327, αλλά άγνωστο είναι πότε αυτά εγκαταλείφθηκαν όπως επίσης και στο Ιάσιο της Ρουµανίας υπό το όνοµα Αγ. Ιωάννου, αλλά είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε και µέχρι πότε αποστελλόταν από εκεί τα 9.000 φλ. Μέχρι της κηρύξεως της Ελληνικής Επαναστάσεως στελνόταν από τη Μολδοβλαχία εκατό εικοσάφραγκα χρυσά από τα εισοδήµατά του µετοχίου. Το 1866 κατασχέθηκε η κτηµατική περιουσία του από τη Ρουµανική κυβέρνηση. Πάντως στο µετόχι αυτό υπηρέτησε ηγούµενος ο ∆ροβιανίτης ιερέας Χαρίτων, µαθητής του Κοσµά Μπαλάνου. Επίσης, στη µονή, όπως θα δούµε παρακάτω, λειτούργησε ελληνική σχολή πριν το 1700 και στη βιβλιοθήκη της υπήρχαν πολλά βιβλία αρχαίων ελλήνων συγγραφέων όπως του Πλάτωνα, του Ξενοφώντος, οι Χρηστοµάθειες και Λόγοι του ∆ηµοσθένους και του Λυσίου κ.λ.π.
Σε πολλά σηµεία του ναού και σε διάφορα ιερά σκεύη υπήρχαν επιγραφές όπως: «έτους ΖΟΖ=1569 εστίθηκαν η κολωναις δια χειρός Καλίστου µοναχού», άνωθεν της εξωτερικής θύρας: «Επη έτους ΖΡΙΒ ή Θ=1604 η 1611», «Εις τους αχν=1650 ηλθαµε από την Μολδοβλαχία εγώ ο Παπα-∆οσίθεος ο ηγούµενος αγίου Γεωργίου και ο Παπά-∆ιονύσιος και ευγάλαµε το χρέος χιλιάδες ∆΄ άσπρα», επί ιερού Ευαγγελίου εκδοθέντος ελληνοβλαχιστί: «εν έτει 1693 εν τη Μητροπόλει Ουγγροβλαχίας προτροπή και αναλώµασι Κωνσταντίνου ηγεµόνος πάσης Ουγροβλαχίας µπασαραµπα βοεβόδα». Στη µονή αυτή υπήρχε σφραγίδα, φέροντας στη µέση την Κοίµηση της Θεοτόκου και γύρω-γύρω το έτος «1687». Υπήρχε Άγιο Ποτήρι αφιέρωµα του αυτοκράτορα της Ρωσίας Μιχαήλ. Υπήρχαν τεµάχια λειψάνου του Μηνά του Καλικελάδου, τα οποία είχαν επενδυθεί µε αργυρή θήκη τα έτη 1728 και 1734 από τον χρυσοχόο-αργυροχόο Ιωάννη Ντέσιο. Επιγραφή σε θυµιατήρι «Ιωνιµπρικος επιησεν τον θυµιατόν και …Νέδιο χρισικός 1771».
Μια πρώτη µαρτυρία αναφέρει ότι ο Πατριάρχης Σεραφείµ ο Β΄ µέσω εκδόσεως Σιγιλίου τον Ιούνιο του 1759, ανέδειξε σταυροπηγιακή την µονή της Κοιµήσεως της Θεοτόκου του ∆ρυάνου . Ενώ, µια άλλη µαρτυρία λίγο αργότερα, µε γράµµα που εστάλη επί Πατριάρχη Γαβριήλ, την 1 Ιουλίου 1767, αποφαίνεται το µοναστήρι τούτο του «Ιντριάνου» ως ενοριακόν, υποκείµενον στην επισκοπή ∆ρυϊνουπόλεως, δεσποζόµενόν τε και εξουσιαζόµενον και διοικούµενον υπό του εκάστοτε εν τη επισκοπή ταύτη αρχιερατεύοντος» .
Ονόματα µμοναχών της µμονής ∆ρυάνου ελάχιστα αναφέρονται από το έτος 1702 από τον Π. Πουλίτσα. Το 1838-1849 αναφέρεται ηγούµενος της Μονής ο Γαβριήλ Καλούδης από την Κέρκυρα , ο οποίος ανακαίνισε µέρος της νότιας πλευράς του τοίχου µε την κυρίως είσοδο, ενώ το 1849 δηµιούργησε πρόβληµα µε την απόφαση του να µεταφέρει στην Κέρκυρα τα κειµήλια της µονής για λόγους δήθεν ασφάλειας. Το 1892 ήταν ηγούµενος ο παπά Σπύρος από το Ξηρόβαλτο , ο οποίος ανακαίνισε τη βόρεια πλευρά των κτιρίων και διάφορα άλλα οικοδομήματα. Αναφέρεται ξανά τον Ιανουάριο του 1912 όταν η συµµορία του φυγόδικου Ριζά Χαλήµ εισήλθε στη µονή αφού του ζήτησε φαγητό και ποτό, του αφαίρεσε και 14 λίρ. το «ντισπαρασί» ή «ντις παρασί», τον λεγόµενο φόρο οδόντος. Εκτός, όµως που υπέστη φοβερές κακώσεις και βασανιστήρια διά ζέοντος ελαίου, τον ανάγκασαν να στείλει να αγοράσει 5 κάπες και δύο ζεύγη παπούτσια, και µε το που τα παρέλαβαν έφυγαν για άγνωστο µέρος. Επίσης στη µονή είχε µετέβη και η συµµορία του Τσερτσίζ Τόπουλι αποτελούμενη από πενήντα περίπου τουρκοαλβανούς, η οποία περιορίσθηκε µόνο σε απειλές και απλή επίδειξη της δυνάµεώς της.
Το ελληνικό σχολείο Αργυροκάστρου δεχόταν την περίοδο 1887- 89 µικρή συνδροµή οικονοµικής βοήθειας από την µονή ∆ρυάνου αλλά µετά έπαυσε να του τη χορηγεί, διότι περιήλθε σε οικονοµική αταξία.
Η ακίνητη περιουσία της µονής ∆ρυάνου ήταν καλλιεργήσιμη γη 704 στρεµ. ποτιστική και 107 ξερική, πριν το χωριό Ζερβάτες µετόχι 40 στρεµ. και 100 στρεµ. λιβάδι ονόµατι Λάζαρι, άνω του χωριού Βόδρυστα 80 στρεµ. χέρσα, στην Άνω ∆ρόβιανη ένα µετόχι 3 στρεµ. και 90 ελαιόδενδρα, στη Κάτω ∆ρόβιανη 20 ελαιόδενδρα, στην Ραγοβύζα 35, στη Μουζίνα 20 στρεµ. αµπελότοπο, δάσος µε 40 ελαιόδενδρα και έναν υδρόµυλο, στη Πετσά 15 ελαιόδενδρα, στο Κρόγγι 40 και έναν υδρόµυλο, στη ∆ίβρη 30 ελαιόδενδρα, στη Λίβυνα 35, στο ∆ελβινάκι και Κλεισάρι 10 στρεµ. αγρούς, στη περιφέρεια της µονής 80 στρεµ. γη καλλιεργήσιµη ξερική, ένα λιβάδι θερινό στο βουνό, δάσος απέναντι της µονής ονόµατι Λευκάδα (Λεύκα) για ξυλεία, 580 αιγοπρόβατα, περί τα 50 λοιπά ζώα µικρά και µεγάλα, κυψέλες µελισσών, ιερά άµφια, σκεύη και έπιπλα διάφορα. Τα ιερά άµφια και σκεύη της µονής εξαιτίας του φόβου επί Τουρκοκρατίας βρισκόταν κρυµµένα και σφραγισµένα σε µέρος γνωστό στη µονή. Από τον προϋπολογισµό διετίθετο κονδύλιο υπέρ των σχολών των γύρω κοινοτήτων.
Πηγή: Διατριβή επί Διδακτορία της Ευτυχίας Παππά με τίτλο "Η Επαρχία Δρυϊνουπόλεως της Β. Ηπείρου κατά τη νεότερη περίοδο (Τουρκοκρατία, 20ος αιώνας)"