Τον Σεπτέμβριο του 1948 ο Εθνικός Στρατός κατέλαβε τον ορεινό όγκο της Μουργκάνας, που κατείχαν από το Νοέμβριο του 1947 οι αντάρτες του λεγόμενου Δ.Σ.Ε. Οι ηττημένοι αντάρτες του Δ.Σ.Ε. μετέφεραν συλλήβδην τους πληθυσμούς της Μουργκάνας στην γειτονική Αλβανία και μετά την πτώση του Γράμμου τον Αύγουστο του 1949, στις λεγόμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες», ένας από τους απαχθέντες και ο υποσημειούμενος.
Έτσι η περιοχή της Μουργκάνας είχε ερημωθεί και τα αστικά κέντρα της Θεσπρωτίας γέμισαν από ανταρτόπληκτους.
«Διάβηκαν μπροστά από τούτους Τούρκοι, Γερμανοί και Ιταλοί, έπαθε κι έπαθε ο κόσμος, αλλά σαν τους αντάρτες δεν πέρασε άλλο βρωμασκέρι τέτοιο», γράφει στο αφήγημά του «Σαν το λίγο το νερό», Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», ο κορυφαίος ίσως Διηγηματογράφος της εποχής μας, ο Ποβλιώτης Σωτήρης Δημητρίου. Την άνοιξη του 1949 η ηγεσία του ΚΚΕ προσπάθησε να επιστρατεύσει τους Τσάμηδες, που είχαν καταφύγει στην Αλβανία, μετά την αποχώρηση των Γερμανών από τη Θεσπρωτία, το φθινόπωρο του 1944, γιατί, κατά την διάρκεια της τετραετούς περίπου κατοχής ετάχθησαν συνολικά σαν κοινότητα, με τους Ιταλούς και Γερμανούς και μάλιστα η συμπαράταξη μαζί τους ήταν ένοπλη, σχηματίστηκαν δηλ. στρατιωτικές μονάδες από Τσάμηδες, οι οποίοι πολεμούσαν με τις κατοχικές δυνάμεις και καταπίεζαν πλέον καταφανώς τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Η καταπίεση έλαβε εξαιρετικά άγρια μορφή με εμπρησμούς χωριών, κλοπή κοπαδιών, ληστείες και εκτελέσεις εκατοντάδων Ελλήνων χωρικών.
Ανακήρυξαν αυτόνομη τη Θεσπρωτία, κατέλυσαν τις αρχές και εδήωναν, λεηλατούσαν και εξόντωναν τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. (Βλέπε «Ιστορικά περί Τσάμηδων» του Αντώνη Ν. Βενέτη στο 15νθήμερο περιοδικό ΑΝΤΙ της 16-6-2006, που εξέδιδε ο αείμνηστος Χρήστος Παπουτσάκης, ως και το βιβλίο του ΕΛΑΣίτη και φιλιαταίου Π. Παπασταύρου, «Στο Στόμα του Λύκου», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή). Όταν λοιπόν έγραφε την οργισμένη επιστολή του ο Τσαμαντιώτης γιατρός και τέως Γερουσιαστής Πέτρος Μπέμπης (+1965), είχε προηγηθεί η τρομοκρατική δράση των Τσάμηδων και η Θεσπρωτία περνούσε ίσως τις χειρότερες ώρες της ιστορικής της διαδρομής. Ο Εμφύλιος πόλεμος εμαίνετο, μεγάλο μέρος του πληθυσμού της είχε απαχθή και μεταφερθεί στην Αλβανία και ακόμα επέκειτο ίσως εισβολή των Τσάμηδων στη γενέτειρά του Θεσπρωτία…
Έτσι ο γιατρός, αν και μετριοπαθής και ήπιος χαρακτήρας ήταν θυμωμένος για την συμπεριφορά της γείτονος χώρας και ο θυμός του αυτός και η οργή, αποτυπώνονται στην επιστολή που δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ της 8ης Μαΐου 1949. Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής.
***
Η επιστράτευσις των Τσάμηδων
Κύριε Διεθυντά,
Την εξωτερικήν του Κράτους πολιτικήν την κατευθύνει, βέβαια, ο κ. υπουργός των Εξωτερικών και η υπεύθυνη Κυβέρνησις εν τω συνόλω. Αλλά και οι απλοί πολίται έχουν κάθε δικαίωμα να έχουν τας επ' αυτής γνώμας των και να εκδηλώνουν ακόμα και τους συναισθηματισμούς των. Πρόκειται δε περί της Αλβανίας, ημείς, οι αμεσώτερον γειτονεύοντες προς αυτήν παραμεθόριοι Ηπειρώται, ως υφιστάμενοι αμεσώτατα επίσης τας θλιβεράς συνεπείας της τραγικής αυτής γειτονίας, διερωτώμεθα με αγωνίαν: έως πότε το Ελληνικόν Κράτος και η Κυβέρνησις του θ' αρκούνται εις εύσημα καλής γειτονίας, νομοταγούς συμπεριφοράς και εξαντλητικής υπομονής έναντι των φιλειρηνικών Διεθνών Οργανισμών και απέναντι των τεκατινομένων εις βάρος της Ελλάδος και ημών των παραμεθορίων πληθυσμών της; Μήπως θα πρέπει να συνεχισθή άνευ ορίων και άνευ τέρματος εις το διηνεκές, η δοκιμή της φυσικής και ψυχικής αντοχής ενός έθνους Γίγαντος και ηρωϊκού ως η Ελλάς έναντι του μικρού Έθνους ημιαγρίων και διεθνών κακοποιών ως η Αλβανία; Τα παραμεθόρια χωριά μας ηρωμώθησαν ή κατεστράφησαν ολοσχερώς. Τα παιδάκια μας αι γυναίκες μας και γενικώς οι πληθυσμοί μας ή απήχθησαν βιαίως εις τα άξενα και απάνθρωπα στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Σκόδρας ή περιφέρονται άστεγοι, ανυπόδητοι, ρακένδυτοι, πειναλέοι και απέλπιδες εις τα αστικά κέντρα της Ηπείρου και της υπολοίπου Ελλάδος. Πολλά παιδιά και πολλοί συμπατριώται μας εκ των βιαίως απαχθέντων, αφήκαν τα κόκκαλά των εις την ημιβάρβαρον και εχθρικήν αυτήν χώραν. Και οι επιζώντες, ο Θεός γνωρίζει εάν θα επανίδουν ποτέ τον αναθρώσκοντα καπνόν της φιλτάτης πατρίδος των.
Τώρα τελευταίως, αυτάς τας ημέρας διαταγή της Αλβανικής Κυβερνήσεως, απροκαλύπτως, οι καταπροδώσαντες την Ελλάδα και οργιάσαντες εναντίον μας κατά την κατοχήν, φίλοι τότε των Ιταλών και των Γερμανών, σήμερον δε των νωποτέρων εχθρών της Ελλάδος, φρικαλέοι Αλβανοτσάμηδες, οργάνωσαν δύο συγκεντρώσεις, προς συγκρότησιν ενόπλων αμιγώς ανταρτικών σωμάτων Αλβανοτσάμηδων, διά να εισβάλουν εις την «Τσαμουριάν» ήτοι τον νόμον Θεσπρωτίας και να συμπληρώσουν την σφαγήν, τον εξανδραποδισμόν και την καταστροφήν των παραμεθορίων επαρχιών της Δυτικής Ηπείρου. Η μία συγκέντρωσις έγινεν εις το χωρίον Μπαματάτ του Δελβίνου, όπου προσήλθαν προς κατάταξιν 135 Αλβανοτσάμηδες, με καθοδηγητάς και στρατολόγους γνωστοτάτους εις ημάς Μπέηδες, τρομερούς μισέλληνες. Η δευτέρα συγκέντρωσις συνεκρήθη εις Σεάκιον του Δυρραχίου, επίσης διαταγή και εποπτεία της Αλβανικής Κυβερνήσεως. Εκεί εξ αυτών ευρέθησαν περισσότεροι ή φρόνιμοι ή δειλοί και ηρνήθησαν να καταταχθούν. Διεμαρτυρήθησαν μάλιστα τηλεγραφικώς προς την Αλβανικήν Κυβέρνησιν, η οποία απήντησεν ότι αυτή δεν τους επιστρατεύει, αλλά εφ' όσον η «Δημοκρατική Κυβέρνησις της Ελλάδος τους επιστρατεύει, είναι υποχρεωμένη και η Αλβανική Κυβέρνησις να ενισχύση το έργον της «Συμμάχου» της, διότι οι Αλβανοί της Τσαμουριάς είναι Έλληνες υπήκοοι!
Τους εδόθη δε από μέρους της Αλβανικής Κυβερνήσεως κάποια προθεσμία μέχρι 20ης τρέχοντος, οπότε, εάν δεν προσήρχοντο εκουσίως προς στράτευσιν θα επιστρατεύοντο βιαίως, με διαταγήν εισβολής εις την Ελλάδα από Μουργκάνας μέχρι της θαλάσσης και με εθελοντικήν συμμετοχήν Αλβανών κομμουνιστών. Κατόπιν όλων αυτών των φως φανερά τεκταινομένων εναντίον της Ελλάδος και των παραμεθορίων επαρχιών της από μέρους της επισήμου Αλβανίας, ερωτώμεν ημείς οι παραμεθόριοι Ηπειρώται και εν τη περιπτώσει ημείς οι Θεσπρωτοί τον κ. Υπουργόν των Εξωτερικών και την Κυβέρνησιν: εις το ανείπωτον αυτό δράμα μας και τους αμεσωτάτους κινδύνους ολοκληρωτικής και ανεπανορθώτου καταστροφής του τόπου μας υπάρχει περιθώριον συνεχίσεως της πολιτικής των ευσήμων μονοπλεύρου εγκαρτερήσεως ισοδυναμούσης προς αυτοκτονίαν και της αψόγου, αλλά θανατηφόρου δι' ημάς νομοταγείας ακόμη και έναντι διεθνούς ταραξίου, οίον το Αλβανικόν κρατίδιον; Ο μέγιστος των πολιτικών της νεωτέρας Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος, γίγας εις την πολιτικήν, την διπλωματίαν και τους πολιτικούς αγώνας, όταν οι Αλβανοί ετόλμησαν να στραπατσάρουν τα προνόμια των αλυτρώτων συμπατριωτών μας Βορειοηεπιρωτών, ηπείλησεν, ευθαρσώς, αποχώρησιν της Ελλάδος από την Κοινωνίαν των Εθνών, της οποίας υπήρξεν εκ των ενθερμωτέρων πρωτεργατών και εξήγγειλε προς τους τότε ισχυρούς, ότι η μικρά και ηρωική Ελλάς θα ευρίσκετο εις την αδήρητον ανάγκην να διεκδικήση τα δίκαιά της έναντι της Αλβανίας διά των ιδίων της δυνάμεων.
Τώρα βέβαια, το διεθνές κλίμα ήλλαξε. Το φάσμα ενός τρίτου γενικού πολέμου κρατεί τους λαούς διστακτικούς διά ραγδαίας αποφάσεις. Και ημείς οι Έλληνες, ως έθνος φιλειρηνικόν δεν θέλομεν ποσώς τον πόλεμον. Επισημαίνομεν όμως τον κίνδυνον πυρκαϊάς και ζητούμεν ή το άμεσον και ραγδαίον κλείσιμον των συνόρων μας από της Μουργκάνας μέχρι των ακτών του Ιονίου ή αποδέσμευσιν υπό του Ο.Η.Ε. των υπό διεθνή δέσμευσιν ελληνικών χειρών.
Με τιμήν Πέτρος Δ. Μπέμπης
Τέως Γερουσιαστής
Το ΒΗΜΑ, 8-5-1949
Αντώνης Βενέτης / Πρωινός Λόγος