Μικρή Σαββατιάτικη ιστορία
Γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος*
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν άνοιξε το σύνορο με την Αλβανία, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας καταγραφής, διάσωσης και διάδοσης της ηπειρώτικης μουσικής παράδοσης, κατά τη διαδικασία ηχογραφήσεων για την έκδοση του δεύτερου μουσικού λευκώματος, χρειάστηκε να πάρουμε ειδική άδεια να έρθουν κάποιοι άνθρωποι από τα χωριά του Πωγωνίου που ανήκουν στην εδαφική επικράτεια της Αλβανίας, από τα χωριά Χλωμό και Τσιάτιστα.
Πήγα προσωπικά στην Κακαβιά να τους υποδεχτώ και να τους παραλάβω. Εκείνη την περίοδο "γινόταν χαμός" στον τελωνειακό σταθμό. Πολύ κίνηση και φασαρία. Διαπληκτισμοί, φωνές, διαμαρτυρίες κλπ. Εν πάση περιπτώσει, φτάνουν οι καλεσμένοι μας στην καγκελόπορτα. Ο γηραιότερος ( ογδοντάχρονος) της παρέας Θ. Μούκας έσπευσε να μπει πρώτος και η πρώτη του κίνηση ήταν φιλήσει το χώμα της πατρίδας. Δεν είχε ξανάρθει από τότε που έκλεισε το σύνορο...Κατάπληκτος είδα τον αστυνομικό που έλεγχε την είσοδο να τον σπρώχνει και να του λέει " πού πας ρε γέρο έτσι;"
" Άσε με, παιδάκι μου, να φιλήσω το χώμα, έχω πενήντα χρόνια που περιμένω " Τώρα που γράφω ανατριχιάζω. Είναι αδυνατο να συνεχίσω...
*O Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων