Η περιγραφή της Αλβανίας από τον αλβανό κατάσκοπο
Κατά την κράτησή του, σε επικοινωνία που είχε με δημοσιογράφους εκείνης της εποχής, ο Καζαντζή έκανε μια αναδρομή της Αλβανίας που άφηνε πίσω του. Οι δηλώσεις του συνιστούν μέρος της δικογραφίας.
Ο Ενβέρ Χότζα (Enver Hoxha), δήλωνε ο Καζαντζή, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μίσθαρνο όργανο του Κρεμλίνου, δεμένος χειροπόδαρα από τους σοβιετικούς, η αναρρίχησή του στον θώκο του πρωθυπουργού της χώρας ήταν απότοκο συγκυριών, μα και δοσοληψιών, κυρίως με τους Βρετανούς, οι οποίοι, εξαπατημένοι από τις παραπλανητικές επαγγελίες του, τον στήριξαν. Μάλιστα, την άνοιξη του 1944, μετά το συνέδριο της Πρεμετής και την ανάδειξή του ως κυρίαρχου του πολιτικού παιχνιδιού, οι Βρετανοί έσπευσαν να ρίξουν με τα αεροπλάνα προκηρύξεις με τη φωτογραφία του και την αναγραφή ότι αυτόν αναγνώριζαν ως αδιαφιλονίκητο αρχηγό του κινήματος αντίστασης και κανέναν άλλο. Αναφερόμενος σε άλλους κυβερνητικούς παράγοντες και κομματικούς τιτλούχους, ο Καζαντζή ανέφερε ότι ένας εξ αυτών ήταν ο Μυσλίμ Πέζα (Myslim Peza), ο οποίος είχε καταφύγει στα βουνά προ δεκαπενταετίας ως εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου (είχε διατελέσει ανθρωποκτονία) και τώρα φυγοδικούσε. Τώρα δεν είναι παρά ένας μέθυσος και ένα άβολο γεροντάκι, που δεν ξέρει να θέσει την υπογραφή του, αλλά κατέχει τον βαθμό του στρατηγού και τη θέση του αντιπρόεδρου της Αλβανικής Εθνοσυνέλευσης. Είναι αξιοπερίεργο, συνέχιζε ο Καζαντζή, ότι την περίοδο της «αντίστασης» στο επιτελείο του Χότζα βρέθηκε και ο βρετανός στρατηγός Ντέιβις (Edmund F. Davis) ο οποίος, όμως, αιχμαλωτίσθηκε από τους Γερμανούς, σε μια συμπλοκή βορείως του Ελμπασάν, διότι έμεινε μόνος του, επειδή ο Χότζα με τους άντρες του τον εγκατέλειψαν και το έβαλαν στα πόδια. Κατά το διάστημα της «αντίστασης» ούτε Σέρβοι, ούτε Ρώσοι υπήρχαν στην Αλβανία, παρά μόνον Βρετανοί, μαχόμενοι από κοινού με τους αλβανούς αντάρτες. Επικεφαλής των ομάδων των εθνικοφρόνων ήταν ο Αμπάς Κούπι (Abas Kupi), ταγματάρχης του τακτικού στρατού του βασιλιά Ζογκ, ο οποίος υπήρξε από τους ολίγους που αντιστάθηκαν στους Ιταλούς, κατά την αποβιβαστική επιχείρηση τον Απρίλιο του 1939 στο Δυρράχιο. Μαχητής με κύρος και υπόληψη στο αντάρτικο, αλλά κάποια στιγμή «τα βρήκε» με τους Ιταλούς και, όταν ο Μεχμέτ Σέχου (Mehmet Shehu) έμαθε για τη συμφωνία αυτή, τον χτύπησε πισώπλατα και διέλυσε τις δυνάμεις του. Ο Κούπι, όμως, κατάφερε να διαφύγει στην Αίγυπτο, κοντά στον βασιλιά Ζογκ, τον οποίο υπηρετεί ευπειθώς ακόμα και σήμερα. Τον Οκτώβριο του 1944, στο συνέδριο του Μπεράτ, σχηματίστηκε η πρώτη κυβέρνηση της αντίστασης με πρωθυπουργό τον Ενβέρ Χότζα και αντιπρόεδρο τον Κότσι Τζόζτε. Ο Καζαντζή μνημόνευε και δύο σημαντικούς υπουργός της κυβέρνησής του εκείνη την εποχή: τον Μανώλη Κονόμη, έλληνα Βορειοηπειρώτη, ο οποίος κατέλαβε το Υπουργείο της Δικαιοσύνης και τον Σπύρο Κολέκα από την επαρχία της Αυλώνας, ο οποίος ανέλαβε το Υπουργείο της Ανοικοδόμησης. Σημαντικός παράγοντας της προσωρινής κυβέρνησης ήταν και ο Μιχάλη Πρίφτη, πολιτικός επίτροπος της Β΄ Μεραρχίας Στρατού, την εποχή του ανταρτοπόλεμου. Είναι αυτός, κατέθετε ο Καζαντζή, που στην τελευταία συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη υπήρξε αντιπρόσωπος της Αλβανίας, παρότι αποφοίτησε σε πανεπιστήμια των Αθηνών, μετεξελιχθείς, όμως, σε φανατικό κομμουνιστή και ορκισμένο πολέμιο της Ελλάδας.
Από τις πρώτες μέρες διαφάνηκαν οι προαιρέσεις της αλβανικής κομμουνιστικής κυβέρνησης. Εκείνη την εποχή στην Αλβανία υπήρχαν συμμαχικές αποστολές και μικρές δυνάμεις στρατού Βρετανών και Αμερικανών, αλλά Ρώσοι δεν υπήρχαν, παρά μόνον 4-5 άτομα, που δεν είχαν εμφανή ανάμειξη στα κυβερνητικά και κομματικά ζητήματα. Παρ' όλα αυτά και παρά την παρουσία των συμμαχικών αποστολών, διαφάνηκαν μερικές εκδηλώσεις, εμφανώς εχθρικές προς τους δυτικούς συμμάχους. Δειλά-δειλά αφαιρέθηκαν τα συνθήματα «Ζήτω Τσώρτσιλ!», «Ζήτω ο Ρούσβελτ!» και άλλα τέτοια με συμμαχικό πρόσημο και αντί αυτών αναρτήθηκαν άλλα, όπως: «Ζήτω ο Στάλιν!» και «Ζήτω ο Τίτο!». Εν τω μεταξύ, μετεβλήθη και η γραμμή του κόμματος, άλλαξαν και τα συνθήματα που χρησιμοποιούσε η κομμουνιστική προπαγάνδα και οι πηχυαίοι δημοσιογραφικοί τίτλοι. Η κομμουνιστική προπαγάνδα διατεινόταν πως οι αγγλοαμερικανοί καπιταλιστές δεν μπορούσαν ποτέ να συμφωνήσουν με τις σοσιαλιστικές ιδέες των δημοκρατικών χωρών και να συνυπάρξουν ειρηνικά με τα δημοκρατικά κράτη.
Παράλληλα, η κομμουνιστική κυβέρνηση κατάσχεσε τα καλύτερα αγροκτήματα από τους ιδιοκτήτες τους, παρέχοντάς τα σε έμπιστα κομματικά μέλη και σε τυχάρπαστους κυβερνητικούς τιτλούχους να τα διοικούν, κρατικοποίησε τις μικροβιοτεχνίες, τα τρακτέρ, τις αλωνιστικές μηχανές και όλη την αγροτική υποδομή. Ο κόσμος παρακολουθούσε έμφοβος όλες αυτές τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι γίνεται, δεν μπορούσε να εννοήσει πώς ήταν δυνατό να υφαρπάζουν τα κτήματα και τα μηχανήματα από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, αποκτηθέντα με κόπο και ιδρώτα, να τα κρατικοποιούν χωρίς να δίνουν δεκάρα αποζημίωσης στους δικαιούχους. Έτσι, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες, κοντά στους οποίους ζούσαν χιλιάδες οικογένειες, κατέστησαν πάμφτωχοι και οι Αλβανοί άρχισαν να λιμοκτονούν, αλλά να πλουτίζει μια κάστα νεόπλουτων προνομιούχων.
Το πολίτευμα κατέστη τυραννικό, δεσποτικό, δικτατορικό, καθώς στις πρώτες εκλογές του Δεκεμβρίου του 1945 συμμετείχε μόνον το Δημοκρατικό Μέτωπο (ήγουν το ΚΚΑ), δηλαδή ένα μόνον ψηφοδέλτιο και ο ψηφοφόρος δεν είχε να διαλέξει, παρά να ρίξει στην κάλπη το μοναδικό ψηφοδέλτιο. Εν των μεταξύ, επιβλήθηκε επαχθή φορολόγηση στους πλούσιους, με δυσβάστακτους φόρους, μεγαλύτερους της ίδιας της περιουσίας τους, η οποία αμέσως περιήλθε στο κράτος. Συνεπώς, τα μικρομάγαζα διαλύθηκαν και λειτουργούσαν μόνον συνεταιρισμοί ή συνεργατικές εταιρείες, ελεγχόμενες αυστηρά από το κράτος, από όπου η κατανομή των αγαθών γινόταν με δελτίο. Οι διανομές, όμως, ήταν ανεπαρκείς και οι οικογένειες πεινούσαν, αφού δεν μπορούσαν να ζήσουν με προμήθειες μόνον μισού κιλού λάδι τον μήνα. Σε κάθε χωρικό επέτρεπαν να κρατάει μόνο 18 γρ. σιτάρι τον μήνα από την παραγωγή του, το υπόλοιπο έπρεπε να το αποδώσει στο κράτος αν συλλαμβανόταν κάποιος εμπορευόμενος να διαθέτει οιαδήποτε είδη στο ελεύθερο εμπόριο, τον κατέστρεφαν, οι ποινές ήταν εξοντωτικές: φυλακίσεις και κατάσχεση όλης της περιουσίας του. Έτσι, σταμάτησε κάθε εμπορική κίνηση και επήλθε η οικονομική απονέκρωση.
Ο κόσμος, όμως, έχει απόλυτη άγνοια για το τι σημαίνει κομμουνισμός, ιμπεριαλισμός, καπιταλισμός ή σοσιαλισμός. Βλέπει πως με όλα αυτά πεινάει, ενώ οι υπουργοί και οι αξιωματούχοι του κόμματος διάγουν πολυτελή και πολυδάπανη ζωή στις επαύλεις που είχαν χτίσει οι Ιταλοί κοντά στην παλιά πρωτεύουσα, ένας ολόκληρος οικισμός που τον ονόμασαν «Νέα Τίρανα». Γι' αυτό ξεχειλίζει η λαϊκή αγανάκτηση και οι αντιδράσεις, προπάντων στην ύπαιθρο, όπου οι αντίπαλοι του καθεστώτος πληθαίνουν μέρα με τη μέρα. Οι εχθροί του καθεστώτος είναι αναρίθμητοι και σχεδόν όλες οι δυνάμεις της ασφαλείας και του στρατού απασχολούνται μόνον για τη ματαίωση των ανατρεπτικών τους ενεργειών, οι οποίες άρχισαν από την επομένη των εκλογών της 2ης Δεκεμβρίου 1945.
Στις εκλογές υπήρχε αντίδραση από μέρος επιφανών διανοουμένων, με επικεφαλής τον έμπορα Σεφκέτ Μπέγια (Shfqet Beja) και τον ιατρό Ενβέρ Σαζάνι (Enver Sazani), από το Αργυρόκαστρο. Όλοι αυτοί οδηγήθηκαν στο Στρατοδικείο, το οποίο διήρκησε έναν μήνα και καταδικάστηκαν εκόντες άκοντες σε θάνατο διά τουφεκισμού, πλην του Μπέγια που θανατώθηκε δι' απαγχονισμού. Άλλοι, όπως ο Κουκιάλι (Kol Kuqali) αυτοκτόνησε στη φυλακή. Αλλά, εν τω μεταξύ, οργανωνόταν η αντίδραση στα βουνά και σχηματίζονταν οι ομάδες με πυρήνες και ενισχυτές από τις πόλεις, με χρηματικές ενισχύσεις των πλουσίων: μια ομάδα ήταν αυτή των αδελφών του Αμπάς Κούπι, μια άλλη του Τσεν Ελέζι (Cen Elezi), ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου «Κοντίνενταλ», του μεγαλύτερου στα Τίρανα. Στα βόρεια τμήματα της δρούσε η ομάδα του Γιούπ Καζάζη (Jup Kazazi) και του Ριζά Ντάνι (Riza Dani) που ήταν βουλευτής. Όλους αυτούς τους ακολουθούσε πλήθος κόσμου και προπάντων ιερείς καθολικοί, οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με την κομμουνιστική ευπείθεια αντιδρώντας σθεναρά. Στην περιοχή της Λούμα δρούσε η ομάδα του Μουχαρέμ Μπαϊρακτάρη (Muharrem Bajraktari), υπασπιστής του Ζογκ και αυτός. Εναντίον των ομάδων αυτών εξαπολύθηκε λυσσαλέα εκστρατεία με επικεφαλής τον αιμοδιψή Μεχμέτ Σέχου και τον Νέστι Κερέντζι (Nesti Kerenxhi), ιθύνων νους της αλβανικής μυστικής υπηρεσίας, αλλά οι βόρειοι φύλαρχοι διαλύονταν στο ένα μέρος και ξεφύτρωναν στο άλλο.
Η εικόνα της καθημερινότητας προβαλλόμενη από τις αλβανικές εφημερίδες είναι μια προκλητική διαστροφή της πραγματικότητας κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η εσωτερική κατάσταση της χώρας είναι αυτή που ονειρεύτηκαν να δημιουργήσουν οι άρχοντες των Τιράνων ο λαός πεινά, υποφέρει, ζει κάτω από συνεχή αγωνία, παλεύει εναντίον των στερήσεων και τρέμει από το καθεστώς που προσπαθεί να στηριχθεί στην τρομοκρατία και τη βία. Ο Ενβέρ Χότζα και οι συν αυτώ κάνουν ό,τι μπορούν για να κρατηθούν στην εξουσία άμα αντιληφθούν ότι κάποιος δεν συμφωνεί με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις τους, τον εξοντώνουν τα έκτακτα στρατοδικεία λειτουργούν ως μια εύρυθμη μηχανή καταστολής και η αγχόνη καταβροχθίζει κόσμο χωρίς οίκτο.
Η εκκαθάριση αγγίζει και τα ανώτατα στελέχη της κρατικής και κομματικής ιεραρχίας, τους άμεσους συνεργάτες του Ενβέρ Χότζα, οι οποίοι ως εκείνη τη στιγμή ήταν απόλυτοι κυρίαρχοι στη δημόσια ζωή. Όλοι αυτοί, οι επιστήθιοι σύντροφοι, αποτελούντες το σύστημα συνύπαρξης και συνοίκησης των μικρών φίλων, αποκαλούμενο ως «δημοκρατία των συντρόφων», είναι τα εν δυνάμει θύματα του, όπως ο Κότσι Τζότζε, ο πάλαι ποτέ παντοδύναμος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός των Εσωτερικών, αρχηγός της ασφάλειας που, στο άκουσμά του ακόμη, όλοι έτρεμαν. Ήταν αυτός που εξέδιδε τις διαταγές για την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος, έστελνε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όσους ύψωναν φωνή διαμαρτυρίας, τους ετερόδοξους και τους αιρετικούς, επέβλεπε όλη τη δημόσια ζωή, αλλά στο τέλος πέρασε και ο ίδιος από το λεπίδι του Χότζα.
Η Αλβανία, η μικρή πατρίδα μου, συνέχιζε ο Καζαντζή, από τότε που συγκροτήθηκε ως κράτος ζει κάτω από έναν κυρίαρχο, υποδυόμενο φίλο ή ανοιχτό κατακτητή. Πριν από τον πόλεμο είχαμε τους Ιταλούς, στην κατοχή τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Μετά τη λήξη του πολέμου και την, ας πούμε, απελευθέρωση, τους Σέρβους, οι οποίοι κατέκλυσαν την Αλβανία μόλις οι σύμμαχοι έδιωξαν τους Γερμανούς. Οι Σέρβοι έγιναν απόλυτοι νοικοκύρηδες της Αλβανίας και κυριαρχούσαν σιγά σιγά και μεθοδικά σε όλη τη δημόσια ζωή.
Την 9η Ιουλίου 1946 υπεγράφη στα Τίρανα το αλβανογιουγκοσλαβικό Σύμφωνο Φιλίας και Αμοιβαίας βοήθειας. Αφικνούμενος και υποδεχόμενος μετά βαΐων και κλάδων σε όλη την Αλβανία ο γιουγκοσλάβος υπουργός Εξωτερικών υπέγραψε τη συμφωνία που υποδούλωνε τη χώρα, οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά.
Αμέσως μετά κατέφθασαν από τη Γιουγκοσλαβία και κατέλαβαν καίρια σημεία της δημόσιας διοίκησης αναρίθμητοι Γιουγκοσλάβοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί. Τα δημόσια γραφεία, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, οι καταυλισμοί κατελήφθησαν από γιουγκοσλάβους αξιωματούχους. Συγχρόνως, όλες οι αλβανικές εταιρείες, τεχνικές, οικονομικές κ.λπ. υπήχθησαν στη γιουγκοσλαβική επιτροπεία: τα πετρέλαια της Κουτσόβα, ο κυριότερος πλουτοπαραγωγικός πόρος της πατρίδας και το σημαντικότερο στήριγμά της για την οικονομική ανάταση, περιήλθε στην κυριότητα των Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι αγόραζαν κοψοχρονιά και μετέφεραν στη Γιουγκοσλαβία πετρέλαιο, έλαια, μεταλλεύματα, πορτοκάλια, άσφαλτο, χρώμιο, δέρματα, πρώτες ύλες και κάθε είδος πολύτιμου προϊόντος με ανταλλαγή οδοντόπαστες, οδοντόβουρτσες και παπούτσια αριθμού 49 που δεν μπορούσε να φορέσει κανένας. Σχεδίασαν την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Δυρραχίου-Ελμπασάν-Πεκίν με σκοπό την πρόσβαση στα σύνορα τους, με αλβανούς εργάτες αμειβόμενους με πενιχρά μεροκάματα, σε αντιδιαστολή με τους Γιουγκοσλάβους, εργάτες και τεχνίτες, που αμείβονταν με μισθό 15.000, έναντι των 2.000 λεκ των Αλβανών.
Αθόρυβα και μεθοδικά οι Γιουγκοσλάβοι διείσδυσαν παντού. Κάθε μέρα κατέφθαναν καινούργιοι γιουγκοσλάβοι πολίτες και στρατιωτικοί μαζί με τις οικογένειές τους, κατάσχεσαν σπίτια, διώχνοντας τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, καταστήματα, με επίδειξη ισχύος και βίας, αναιδώς και με ιταμότητα. Απόλυτοι κυρίαρχοι παντού. Στις υπηρεσίες μας, δηλαδή της αλβανικής ασφάλειας, περιέρχονταν κάθε μέρα πληροφορίες για τη δυσφορία των πολιτών, καθώς οι Γιουγκοσλάβοι, εκτός των άλλων, μεθούσαν, έβριζαν και ωρύονταν ότι η Αλβανία θα μετατραπεί σε έβδομη δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Ο κόσμος τα άκουγε αυτά και δεν μπορούσε να τα χωνέψει. Υπέβοσκε αγανάκτηση και μίσος για τους «φίλους» Γιουγκοσλάβους. Και για να κατασιγάσουν την αγανάκτηση και να μετριάσουν τον θυμό του πληθυσμού, έφερναν πού και πού και κανένα φορτίο σιτάρι. Και τότε, έβρισκε την ευκαιρία ο Χότζα και δήλωνε ότι η Γιουγκοσλαβία είναι ο σωτήρας της Αλβανίας και ότι χωρίς αυτήν ο αλβανικός λαός δεν μπορεί να ζήσει, δήλωνε ενώπιον των δημοσιογράφων ο Καζαντζή.
Η ιδιοτελής προπαγάνδα υπερέβαινε τα όρια ψύχωσης και της υστερίας. Τοιχοκολλήσεις, άρθρα στις εφημερίδες, φρενήρεις εκκλήσεις στο ραδιόφωνο, αυστηρές δηλώσεις και προτροπές επισήμων, καλούσαν τον αλβανικό λαό να συνεργάζεται και να βοηθάει τους «αδελφούς Γιουγκοσλάβους» που εργάζονται ως ευεργέτες της Αλβανίας για να τη σώσουν από τη συνωμοσία των ελλήνων μοναρχοφασιστών και των αγγλοαμερικανών πολεμοκάπηλων.
Ο θυμός, όμως, και η δυσφορία του πληθυσμού, ήταν ασυγκράτητη. Καθημερινώς υπήρχαν επεισόδια και διαπληκτισμοί μεταξύ Αλβανών και Γιουγκοσλάβων η ατμόσφαιρα και οι σχέσεις καθίσταντο εχθρικές. Οι στερήσεις του πληθυσμού πλήθαιναν, λόγω των ληστρικών συμφωνιών με τους Γιουγκοσλάβους και της υφαρπαγής του εθνικού πλούτου από αυτούς, η κυβέρνηση αδυνατούσε να διαχειρισθεί τη διαφαινόμενη κρίση και την ανεπίσχετη οργή. Οι αντάρτικες ομάδες που δρούσαν στα βουνά εκμεταλλεύονταν την αγανάκτηση και πύκνωναν τις δυνάμεις τους. Και ακριβώς στον κολοφώνα της σύγκρουσης ξέσπασε η ρήξη του Ιουνίου του 1948, που χώρισε στα δύο το ανατολικό στρατόπεδο.
Μετά τη διένεξη Τίτο-Κομινφόρμ και την κατάρρευση της αλβανογιουγκοσλαβικής φιλίας μετεβλήθη άρδην η κατάσταση. Οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο εν μία νυκτί άλλαξαν προσανατολισμό. Στην αρχή δειλά, αλλά στη συνέχεια σταθερά, χαρακτήριζαν τον Τίτο, αποστάτη, προδότη και πέμπτη φάλαγγα του ιμπεριαλισμού. Ο κόσμος διαρρήγνυε τα ιμάτιά του και δεν το πίστευε πώς από τη μια στιγμή στην άλλη ο «σωτήρας του αλβανικού λαού», όπως τον αποκαλούσε Ενβέρ Χότζα, μπορούσε να μεταβληθεί σε προδότη του σοσιαλισμού και αλλαξόπιστο της κομμουνιστικής ορθοφροσύνης. Και εμείς ακόμη οι ασφαλίτες δεν συζητούσαμε, περιμέναμε τις οδηγίες άνωθεν.
Και όντως, πρώτος ο Κότσι Τζόρτζε, κατέφτασε στην Κορυτσά, –εκείνες τις ημέρες έτυχε να ήμουν και εγώ εκεί– και σε μια κρυφή συνάντηση μάς ανακοίνωσε ότι επήλθε ρήξη με τον Τίτο, ο οποίος μεταπήδησε στο στρατόπεδο των δυτικών πολεμοκαπήλων. Ο Τζότζε ομολόγησε ότι διεπράχθησαν πολλά ολισθήματα και πολιτικά σφάλματα «την εποχή του μέλιτος» με τους Γιουγκοσλάβους, αλλά και πάλι μας παρακίνησε να φροντίσουμε να καλλιεργηθεί το αντιδυτικό πνεύμα σε όλες τις τάξεις του λαού και στον στρατό, αφηγείται ο Καζαντζή.
Ο κόσμος ενθαρρυμένος άρχισε πια να μιλάει, επειδή, υπό την επικυριαρχία της Γιουγκοσλαβίας, κανείς δεν τολμούσε να αρθρώσει αντίθετη προς την κυρίαρχη, άποψη. Η κατάσταση ήταν χειρότερη από ό,τι την εποχή της ιταλικής καταπίεσης.
Στα Τίρανα συνήλθε ευρεία συγκέντρωση ανώτατων κομματικών στελεχών υπό τον ίδιο τον Ενβέρ Χότζα για να χαράξει τη γραμμή του κόμματος, υπό τις προκείμενες συγκυρίες και τη διαβρωτική ρήξη στο στρατόπεδο των κομμουνιστών, ανάλογες συγκεντρώσεις έγιναν και σε άλλες πόλεις, όπου αγόρευσαν μέλη του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής. Παράλληλα, εκδόθηκαν και διαταγές της κυβέρνησης και οι Γιουγκοσλάβοι που είχαν πλημμυρίσει όλα τα πλάτη και τα μήκη της Αλβανίας, άρχισαν να αποσύρονται: από τις επιχειρήσεις, τις δημόσιες υπηρεσίες και τον στρατό, όλοι έφυγαν. Σημειώθηκαν μάλιστα και επεισόδια κατά την αποχώρηση, διαμαρτυρίες και ρηματικές διακοινώσεις από την πρεσβεία τους. Ο κόσμος, όμως, χαμογελούσε κάτω από τα χείλη ευχαριστημένος, επειδή πίστευε ότι με την αποχώρηση των Γιουγκοσλάβων που είχαν έλθει σαν κατακτητές, θα άλλαζε η ζωή τους, θα γινόταν ευκολότερη. Οι γιουγκοσλάβοι αξιωματικοί φοβέριζαν τον κόσμο και τον απειλούσαν με αντίποινα για την απιστία που είχε διαπράξει η ηγεσία τους. Πού να το φανταζόταν, όμως, ο απλός Αλβανός ότι θα ερχόταν καινούργιος κατακτητής, χειρότερος από τον προηγούμενο.
Έτσι, και ενώ διαφαινόταν στοιχεία βελτιούμενης κατάστασης, κατήλθαν οι Σοβιετικοί, οι οποίοι έπιασαν τη θέση των Γιουγκοσλάβων. Ανώτεροι σοβιετικοί αξιωματικοί με πολυτελείς κούρσες κατέλαβαν τα υπουργεία, το Γενικό Επιτελείο του Στρατού και την ασφάλεια, υπαγορεύοντας τα θελήματά τους. Μαζί με τους αξιωματικούς, ήρθε και μια στρατιά Ρώσων δασκάλων και καθηγητών για να διδάξουν τη ρωσική, αντί της σερβικής που διδασκόταν έως τότε, αλλά είχε καταργηθεί πια.
Εκείνες τις ημέρες είχε αφιχθεί στην Κορυτσά, όπου υπηρετούσε ο Καζαντζή, και ένας Γιουγκοσλάβος αξιωματικός του στρατού για να συνοδέψει τον Ζαχαριάδη, ο οποίος είχε καταφτάσει εκεί προ ημερών από το Βελιγράδι για να επικοινωνήσει με τον Τζότζε και τον Γιάννη Ιωαννίδη (εμείς τον λέγαμε Μπάρμπα ή μπάρμπα-Γιάννη), που διέμενε εκεί, γιατί ήταν άρρωστος. Ο γιουγκοσλάβος ταγματάρχης και ένας υπολοχαγός μας, επισκέφτηκαν την ελληνική γιάφκα, μία από τις οποίες διατηρούσαν οι έλληνες αντάρτες στην Κορυτσά, διότι οι εγκαταστάσεις τους επεκτεινόταν σε ένα ολόκληρο οικισμό με σπίτια, καταστήματα, εκκλησίες είχαν επιταχθεί τα καλύτερα αρχοντικά των πρώην αντιπάλων του καθεστώτος με όλες τις ανέσεις της εποχής. Ο οικισμός φυλασσόταν από αλβανούς φρουρούς οι οποίοι δεν επέτρεπαν κανέναν να κυκλοφορεί στα πέριξ και όλες οι μεταφορές πραγματοποιούντο τη νύχτα. Τους είχαμε προλάβει, όμως, εμείς, αφικνούμενοι στα καταλύματα των Γιουγκοσλάβων αξιωματικών με σκοπό την καταβίβαση των φωτογραφιών του Τίτου, την υποστολή των γιουγκοσλαβικών σημαιών και την αφαίρεση των εθνικών τους συμβόλων. Επεισόδια, διαπληκτισμοί, ύβρεις, αλλά στο τέλος τις κατεβάσαμε, σκίσαμε τις φωτογραφίες του πρώην «συμμάχου και σωτήρα μας» και φύγαμε, σημειώνει ο Καζαντζή.
Οι γιουγκοσλάβοι αξιωματικοί, όμως, δεν συναντήθηκαν με τον Ζαχαριάδη. Αυτός, πονηρός και δόλιος, τους απόφευγε, κρυπτόμενος σε παρακείμενη γιάφκα. Μετά από δύο-τρεις μέρες μάς φώναξε ο λοχαγός Γιώργκι Οπάρι (Jorgji Opari) (μετέπειτα αλβανός διπλωμάτης στην Τουρκία) που είχε έρθει μαζί με τον Ζαχαριάδη από το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών και με διέταξε να τον συνοδέψω έως τα σύνορα προς την Ερσέκα. Ήταν η 9η Ιουνίου 1948, το θυμάμαι καλά, γιατί εκείνη την ημέρα είχα κανονίσει να ανταμώσω με το κορίτσι μου, αλλά χάλασαν τα σχέδια και αναγκάστηκα να της πω ψέματα, συνέχιζε ο αλβανός κατάσκοπος. Ο Ζαχαριάδης μπήκε σε μια κούρσα, κάθισε στη θέση του συνοδηγού, ενώ εγώ στο πίσω κάθισμα. Μας ακολούθησαν δύο φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα πυρομαχικά, με προορισμό τους αντάρτες, γιατί υπήρχε φόβος επιτόπιου ελέγχου από τα κλιμάκια της Διερευνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ. Καθ' οδόν ρωτούσα τον Ζαχαριάδη τι είχε κάνει επιτέλους ο Τίτο και τα χαλάσαμε μαζί του, αλλά απάντηση δεν πήρα. Κατά μήκος του αυτοκινητοδρόμου έβλεπες επιγραφές «Ζήτω ο Ενβέρ!», «Ζήτω ο Μάρκος!» αλλά πουθενά «Ζήτω ο Τίτο!» που μέχρι τότε χαλούσαν τον κόσμο τις είχαν κατεβάσει όλες. Ο Ζαχαριάδης μειδιούσε μοχθηρά. Σε λίγο διαπέρασε τα σύνορα προς το Ασημοχώρι, ενώ εγώ επέστρεψα στο πόστο μου. Εκείνη την ημέρα διεξήχθησαν φονικές εχθροπραξίες στο Καμενίκ καθώς επέστρεφα άκουγα τις κλαγγές των όπλων και τα αεροπλάνα που βουίζαν πάνω από το κεφάλι μου. Τότε, ένεκα του καβγά με τον Τίτο, μας διέταξαν να αποκλείσουμε προσωρινά τη μεθόριό μας, αποτρέψαμε τις διαφυγές και φυλάγαμε μόνοι μας τις αποθήκες των Ελλήνων ανταρτών, οι οποίοι μεταφέρθηκαν κακήν κακώς στο στρατόπεδο του Σουκθ, κοντά στο Δυρράχιο. Όπως φαίνεται, η περιγραφόμενη Αλβανία –την οποία ο Χότζα είχε μετατρέψει σε ένα απέραντο βασίλειο τρόμου–αποτελεί ένα ζωντανό αναθύμημα εποχής.
(Συνεχίζεται)
Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ ιστορίας ΑΠΘ
media.literatus.gr