Οι ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών στα Βαλκάνια, με συνέπεια την πτώση των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών και της οικονομικής αναπτύξεως. Συγχρόνως άνοιξαν τους ορίζοντες για την ταχεία επανάκτηση του ιστορικού ρόλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως ενοποιού δυνάμεως και βασικού στοιχείου επιρροής στο γενικότερο πολιτισμικό γίγνεσθαι του βαλκανικού χώρου. Όμως απέδειξαν και την άρρηκτη πνευματική συζυγία της Ορθοδόξου Εκκλησίας με την κοινωνία, η οποία παρέμεινε αλώβητη από τον αμείωτο ιδεολογικό καταιγισμό της κυρίαρχης μαρξιστικής κοσμοβιοθεωρίας.
Σήμερα η Ορθοδοξία είναι η κυρίαρχη πνευματική δύναμη του βαλκανικού χώρου. Σε σύνολο 85.000.000 κατοίκων των Βαλκανίων, οι ορθόδοξοι χριστιανοί ανέρχονται στα 73 περίπου εκατομμύρια. Οι ρωμαιοκαθολικοί ανέρχονται σε 6 εκατομμύρια και επικεντρώνονται στο ΒΔ άκρο της βαλκανικής, συγκεκριμένα στην Κροατία και Σλοβενία. Τέλος οι μουσουλμάνοι, οι οποίοι εστιάζονται σε όλες τις βαλκανικές χώρες και κυρίως στην Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κοσυφοπέδιο, Σκόπια και Βουλγαρία, εγγίζουν τα 6.0000.000.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά τις αισιόδοξες προοπτικές, αντιμετωπίζει στα Βαλκάνια σοβαρά προβλήματα, τα οποία προέρχονται από τη ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα, την επέκταση του ισλαμισμού, την αναζωπύρωση του εθνικισμού, τις αιρέσεις και τις κυβερνήσεις των βαλκανικών κρατών.
Μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ θα έπρεπε να έλθει αρωγός στην ανόρθωση των μαρτυρικών αυτών Εκκλησιών, προβαίνει σε ενέργειες αντίθετες με το πνεύμα του διαλόγου της αγάπης και της αλήθειας. Οι στόχοι του Βατικανού στα Βαλκάνια είναι δύο: η αναδιοργάνωση των μικρών ουνιτικών Εκκλησιών και η ενίσχυση της ρωμαιοκαθολικής παρουσίας στην περιοχή.
Η δραστηριοποίησή της στο μαρτυρικό βαλκανικό χώρο αξιολογείται ως μια πτυχή της νέας ανατολικής πολιτικής του δυτικού κόσμου. Με ένα απαράδεκτο όργιο προσηλυτισμού και υποκλοπής ορθόδοξου ποιμνίου, προσπαθεί να ενισχύσει τη ρωμαιοκαθολική παρουσία στα Βαλκάνια, εκμεταλλευόμενη το πνευματικό κενό των κομμουνιστικών κοινωνιών, την φτώχεια και τις γενικότερες δυσχερείς ιστορικές συνθήκες, οι οποίες επικρατούν εκεί.
Δυστυχώς για πολλούς αιώνες ο ευρύτερος βαλκανικός χώρος θεωρήθηκε από τους ρωμαιοκαθολικούς ως «ιεραποστολικό πεδίο» με διάφορες προσηλυτιστικές προσεγγίσεις, οι οποίες άλλοτε είναι υλικά δελεάσματα και άλλοτε διάφορες μορφές βίας.
Ο ισλαμικός επεκτατισμός αποτελεί ένα άλλο πρόβλημα για την Ορθόδοξη Εκκλησία στα Βαλκάνια. Σαφής έκφραση των ισλαμικών σχεδίων στο χώρο της βαλκανικής αποτελεί το Μανιφέστο «προς τις μεγάλες δυνάμεις του ειδωλολατρικού κόσμου» του Προέδρου της Βοσνίας Αλία Ιζεμπέκοβιτς. Πρόκειται για ένα μισαλλόδοξο κείμενο, το οποίο για πρώτη φορά εκδόθηκε στην Αμερική το 1984 και αργότερα στην Τουρκία, το 1987. Στο κείμενο αυτό καλούνται οι μουσουλμάνοι όλου του κόσμου να συσπειρωθούν για να φέρουν σε αίσιο πέρας την αποστολή τους για παγκόσμια ηγεμονία.
Η Τουρκία, ως η κατεξοχήν δύναμη της βαλκανικής μουσουλμανικής κινήσεως, φιλοδοξεί να γίνει ο προστάτης όλων των μουσουλμάνων του βαλκανικού χώρου. Γι' αυτό το μέγεθος της Ορθοδοξίας, το οποίο επανήλθε μετά την πτώση των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων στο ιστορικό σκηνικό του βαλκανικού χώρου, δεν την αφήνει αδιάφορη. Άλλωστε ένας από τους βασικούς στόχους της Τουρκίας είναι η μείωση της επιρροής της Ορθοδοξίας στα Βαλκάνια, με την ανοχή ή μάλλον τη σαφή, δυστυχώς, υποστήριξη τη ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ορθοδοξία στα Βαλκάνια είναι και ο Εθνικισμός. Ήρθε στην επικαιρότητα μετά την αποκατάσταση των θρησκευτικών ελευθεριών στις χώρες της Χερσονήσου του Αίμου και έφερε στην επικαιρότητα εθνικιστικές αντιθέσεις, οι οποίες είχαν λησμονηθεί κάτω από την καταπίεση και ιδεολογική μονολιθικότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο εθνικισμός ως διχαστικό γεγονός, που κατατέμνει την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας και καταστρατηγεί την ενότητα των ανθρώπων, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το κήρυγμα της παγκοσμιότητας και υπερφυλετικότητας της εν Χριστώ σωτηρίας.
Οι τοπικές αυτοκέφαλες, Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση υπό την επήρεια του εθνικιστικού πνεύματος να διασπούν το ενιαίο σώμα της Εκκλησίας του Χριστού. Η υπερβολική προσκόλληση στο άρμα των Εθνών τους συνιστά βαρύτατο εκκλησιολογικό ατόπημα, αφού μεταβάλλει την Εκκλησία σε δεκανίκι πολιτικών και εθνοφυλετικών επιδιώξεων, ξένων προς την φύση της Εκκλησίας.
Εκτός από τα προβλήματα αυτά οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Χερσονήσου του Αίμου αντιμετωπίζουν και άλλα προβλήματα, που προέρχονται από την απρόβλεπτη κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Μεταξύ αυτών είναι η δράση ξένων προπαγανδών, οι οποίες εκμεταλλεύονται την αδυναμία των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών για την άσκηση ουσιαστικού ποιμαντικού έργου, λόγω οικονομικών δυσχερειών και περιορισμένου αριθμού στελεχών, η στάση των βαλκανικών κυβερνήσεων απέναντι σ' αυτές και οι αυθαίρετες πολιτειακές παρεμβάσεις που πολλές φορές δημιουργούν σχίσματα, όπως παλαιότερα στη Βουλγαρία και τα Σκόπια.
Όμως, πέραν των προβλημάτων που αναφέρθηκαν, υπάρχουν και οι θετικές προοπτικές. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας, παρά τις εθνικές και κοινωνικές περιπέτειες του διασκορπισμένου στις διάφορες δημοκρατίες λαού της, αναδεικνύεται σε μια μεγάλη πνευματική δύναμη εθνικής ενότητας και κοινωνικής συνοχής των Σέρβων.
Η Εκκλησία της Ρουμανίας παρουσιάζει μεγάλη δραστηριότητα σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής και της γενικότερης πνευματικής ζωής. Τα κύρια χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι η βαθύτατη βιωματική προσέγγιση του λαού στο μυστήριο της Εκκλησίας, το υψηλό θεολογικό επίπεδο του κλήρου, το νηπτικό και ασκητικό ιδεώδες του ρουμανικού ορθόδοξου μοναχισμού και η υποδειγματική ενοριακή ποιμαντική διακονία.
Αλλά και η Εκκλησία της Βουλγαρίας, παρά το σχίσμα που την ταλαιπώρησε από το 1992 και διέσπασε την ενότητα της Ιεραρχίας και του λαού του Θεού, αγωνίζεται να πετύχει το καλύτερο δυνατό. Ο βουλγαρικός λαός, ύστερα από τη δυσχερή θέση στην οποία βρέθηκε κατά την περίοδο του κομμουνισμού, πλησιάζει με μεγαλύτερη θέρμη την Εκκλησία για να βρει το νόημα της ζωής και τα στοιχεία της πολιτιστικής του ταυτότητας.
Τέλος, η Εκκλησία της Αλβανίας, ύστερα από μια περιπετειώδη σαρανταεξάχρονη αθεϊστική πορεία, ζει τη χαρά της Αναστάσεως και βιώνει τη δόξα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας. Παράλληλα, χάρη στους προσεκτικούς και διακριτικούς βηματισμούς της, τα θρησκευτικά κοινωνικά και ανθρωπιστικά προγράμματά της, έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση της αλβανικής κοινωνίας.
Ζούσε μια εποχή κατά την οποία η εκβιαστική πολυδιάσπαση των Βαλκανίων σε τεχνητά πολιτειακά σχήματα και η μειονοτική σύγχυση, που επικρατεί εκεί, δυσκολεύουν την αλληλοσυνεννόηση των βαλκανικών λαών. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή προσφέρεται ως σωτηρία η Ορθοδοξία, η κοινή πίστη των βαλκανικών λαών, η οποία δοκιμάσθηκε κατά το παρελθόν για την ενοποιητική ενέργειά της και την αίσια πραγμάτωση της αποστολής της στη διαμόρφωση του πολιτισμού και της αυτοσυνειδησίας των πιστών.
Απαλλαγμένες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες των Βαλκανίων από τον ασφυκτικό κλοιό της ανελευθερίας και απανθρωπιάς του κομμουνισμού, καλούνται από την ιστορία να αρθρώσουν λόγο αλήθειας και αγάπης και αν στηρίξουν τους αγώνες των λαών για ειρήνη, κοινωνική δικαιοσύνη και σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου.
Επιτακτική καθίσταται η ανάγκη συσφίγξεως ουσιαστικών σχέσεων μεταξύ των ορθοδόξων λαών της Βαλκανικής και συγκεκριμένα μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, των κυβερνήσεων, των βουλευτών, του επιστημονικού και ερευνητικού δυναμικού, του λαού. Κύριος στόχος πρέπει να είναι η προστασία της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς και η προσφορά της σε όσους επιθυμούν να τη γνωρίσουν.
Μιχάηλ Τρίτος / Πρωινός Λόγος