Στα νότια του Γενούσου (Σκούμπι) ποταμού και σε ορισμένες περιοχές οι κάτοικοι είναι δίγλωσσοι, γεγονός που χρησιμοποιήθηκε ως μέσο ανθελληνικής προπαγάνδας και το εκμεταλλεύτηκε η Αλβανία εις βάρος της Βορείου Ηπείρου.
Ο Γενούσος ποταμός αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή, το όριο μεταξύ των κατοικούντων πάνω από αυτόν και εκείνων που κατοικούν κάτω από τον ποταμό. Μεταξύ των κατοίκων αυτών, πάνω και κάτω από τον Γενούσο ποταμό παρατηρείται διαφοράγλώσσας. Και είναι γνωστό ότι πέρα από τον Γενούσο κατοικούσαν οι Ιλλυριοί και εδώθε οι Ηπειρώτες. Ο Κεραμόπουλος («Τα ονόματα Αλβανός και Αρβανίτης, Αφιέρωμα εις την Ήπειρο, είς μνήμην Χρήστου Σούλη») γράφει: «Η γλώσσα της Ηπείρου καθορίζεται δια των επιγραφών της Δωδώνης προερχομένων εκ πάσης της Ηπείρου και ουσών καθαρώς Ελληνικών διαλεκτικών. Το μαντείον διαλέγεται μετά πάντων των Ηπειρωτών πόλεων και ιδιωτών ελληνιστί, ώστε Έλληνες καθαροί ήσαν οι Ηπειρώται».Το ότι οι Ηπειρώτες είναι καθαροί Έλληνες δεν αμφισβητείται. Για τη γλώσσα των Ιλλυριών ελάχιστα γνωρίζουμε. Λίγες λέξεις άγνωστης προέλευσης που δεν εξυπηρετούν όλες τις ανάγκες. Γραπτή ιλλυρική γλώσσα δεν υπήρχε. Εάν οι Ιλλυρίοι χρησιμοποιούσαν κάποια συγγενική δανεική γλώσσα αυτή δεν μπορεί παρά να ήταν η ελληνική. Ίσως η γλώσσα να δημιουργήθηκε από τη στενή επαφή Ιλλυριών, Μακεδόνων και Ηπειρωτών.
Η γλώσσα που μιλούσαν τον περασμένο αιώνα οι Σκιπετάρ και συνεχίζουν να τη μιλούν διαμορφώθηκε μετά την ιταλική κατοχή της Αλβανίας από το 1916 μέχρι το 1919. Τότε πολλές ιταλικές λέξεις μπήκαν στην αλβανική γλώσσα διώχνοντας, για πολιτικούς λόγους, τις ελληνικές λέξεις.
Οι δίγλωσσοι Έλληνες Αρβανίτες μιλούσαν την αμπερόρικη διάλεκτο που αργότερο διαμορφώθηκε με λέξεις ξένης προέλευσης. Πολλές συζητήσεις έγιναν σχετικά με τη γλώσσα των Σκιπετάρ. Στην προκήρυξη του Αρβανίτικου Συνδέσμου της Αθήνας προς τα μέλη του Συνδέσμου φαίνεται καθαρά η ελληνική προέλευση των λέξεων: «Ότι τα καθ' αυτό αρβανίτικα γράμματα -αναφέρεται στην προκήρυξη- είναι ελληνικά και όντας εμείς ανταμωμένοι με τους Έλληνες θα τα έχουμε φυσικά μας γράμματα, τα γράμματα των παππούδων μας και όχι βλάχικα ή ιταλικά γράμματα σαν εκείνα που μας έφτσαν στο Βουκουρέστι και αλλού».
Οι Τουρκαλβανοί και οι προστάτες του εκμεταλλεύτηκαν αυτή τη διγλωσσία που χαρακτηρίζει περιοχές της Αλβανίας και με ψεύτικα κριτήρια έγιναν αποδεκτές οι θέσεις τους για ξεχωριστή εθνότητα ανάμεσα σε Έλληνες και Αρβανίτες.
Ο Κουπιτώρης (πραγματεία ιστορική και φιλολογική περί της Γλώσσας και του Έθνους των Αλβανών) μιλάει για τη γλώσσα αλλά και την καταγωγή των Αλβανών Σκιπετάρ, καθώς και για τη φυλετική και γλωσσική καταγωγή των Αρβανιτών. Γράφει σχετικά: «Επί πολλών δε πολλάκις αναλύσεων βεβαιωθείς, οκτώ ευρίσκω τα συστατικά στοιχεία της Αλβανικής γλώσσας, το ελληνικόν και λατινικόν, το γερμανικόν και γαλλικόν, το σλαβικόν και τουρκικόν και νεοελληνικόν. Και το μεν πελασγικόν ή γραικοϊταλικόν και κατά μεταγενέστερον όνομα ελληνολατινικόν ευρίσκεται κύριον και ουσιώδες πρωτεύον, πανάρχαιον, γνήσιον, αρχικόν και πρωτότυπον εξ αρχής της υπάρξεως του έθνους υπάρχον, την φύσιν και τον χαρακτήρα αυτού εκδηλούν και περιλαμβάνον το πλείστον της Αλβανικής γλώσσης… Ούτως ουν η αλβανική γλώσσα κατά την εμήν γνώμην εστί παναρχαία πελασγική ή γραικοϊταλική του γραικοϊταλικού ή νεοελληνικού κλάδου πρώτη παραφυάς, αδελφή πρεσβυτέρα της αρχαίας ελληνικής και λατινικής, ομοία αυτής κατά τε την ύλην και το είδος ομόριζος και οροστέλεχος, ομοιοτέρα μάλιστα τη ελληνική κατ' είδος ή καθ' ύλην».
Στα νεότερα χρόνια ανθεί η διγλωσσία και σήμερα στην κατεχόμενη Ήπειρο. Η διγλωσσία υπάρχει ανάμεσα στους Έλληνες χριστιανούς και τους εξωμότες, οι οποίοι όμως γνωρίζουν άριστα την ελληνική.
Ο γιατρός Σπυρίδων Σοκολής σε ανακοίνωσή του στον Παρνασσό (τ. Ζ.1885, δίνει μια εκτενή εθνολογική και γλωσσική εικόνα της Ηπείρου και Αλβανίας. Παρουσιάζει προσωπικά στοιχεία από την περιοχή της Χαονίας και συνομιλίες που είχε με Ηπειρώτες που ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό! Γράφει σχετικά ο Σοφοκλής (οπ. Π.σ. 87): «Οφείλω ως προς το Βεράτιον να φέρω και μίαν μαρτυρίαν του Μεχμέτ Βέυ Βρυώνη, του σπουδαιότατου μέλους του Αλβανικού Συνδέσμου, ον εγνώρισα εν Πρεβέζη το 1879, νέον μορφωμένον, ανεξίθρησκον, λαλούντα ελληνιστί, ως οι λοιποί Ηπειρώται, μοι έλεγε: γνωρίζω κάλλιστα ότι εκ της επωνυμίας μου κατάγομαι εκ Κωνσταντινουπόλεως, αλλά σήμερον είμαι Αλβανός γνήσιος, η Τουρκική κυριαρχία ετίμησε την οικογένειά μου με πολλά υψηλά αξιώματα, καθώς και την γλώσσαν μου. Και τα άλλα δε μέλη της οικογένειας Βρυώνη ελάλουν ευχερώς ελληνιστί. Εκ της πόλεως Αργυροκάστρου ιδίως και της πλησιοχώρου κωμοπόλεως Λιμποχόβου εκλέγοντας πλείστος Κατήδες.
Άπαντες γνωρίζοντες κάλλιστα την ελληνικήν προετίμων να διορίζονται εκ χώρας της Βουλγαρίας και Θράκης. Εκεί συνηντώντο ως επί το πλείστον μεθ' Ελλήνων Ηπειρωτών, ιδίως Ζαγορισίων. Ως συμπολίται δε αμφότεροι, των αυτών εθίμων, της αυτής γλώσσης, ευφυείς αμφότεροι, στενώς εσχετίζοντο και αλληλοβοηθούντο».
Όταν γινόταν οι διαπραγματεύσεις για το Βορειοηπειρωτικό πρόβλημα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανακρούοντας τον ισχυρισμό ότι πολλοί κάτοικοι μιλούσαν αρβανίτικα, στηριζόταν όχι στη γλώσσα αλλά στην εθνική συνείδηση: «Ο Αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβερνήσεως, έλεγε, Εμμ. Ρέπουλης, ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού Δαγκλής και ο αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων και υπουργός των Ναυτικών Κουντουριώτης, καθώς και το πλήθος των πληρωμάτων του ελληνικού στόλου, έχουν ως μητρική γλώσσα την αλβανική. Και επομένως, το θρήσκευμα, η γλώσσα δεν δύναται να θεωρηθούν ως βεβαίας ενδείξεις εθνικότητας. Ο μοναδικός αλάνθαστος παράγων είναι η εθνική συνείδησις, δηλαδή η εσκεμμένη θέλησις των ατόμων όπως καθορίσουν την τύχην των και αποφασίσουν εις ποίαν εθνικήν οικογένειαν επιθυμούν να ανήκουν».
Τρανό παράδειγμα οι Σουλιώτες που πολέμησαν εναντίον των Τουρκαλβανών διαλαλώντας την ελληνικότητά τους. Ο Λ. Τζαβέλλας μήνυσε για τον γιο του στον Αλή Πασά: «Εάν ο υιός μου δεν μένει ευχαριστημένος να θυσιαστεί για τη πατρίδα, αυτός δεν είναι άξιος να ζήσει και να γνωρίζεται υιός μου, μήτε πρέπει να ονομάζεται άξιος υιός της Ελλάδος, της πατρίδος μας».
Η Ελευθερία Νικολαΐδου (Η Αλβανική κίνηση στο Βιλαέτι Ιωαννίνων και η Συμβολή των Λεσχών στην ανάπτυξή της, ΙΜΙΑΧ, Ιωάννινα, 1984, σ. 74 – 75) σχολιάζει: «Στο ελληνικό στοιχείο που μιλούσε αποκλειστικά την ελληνική γλώσσα, πρέπει να προστεθούν και οι Αλβανόφωνοι χριστιανοί της Βορείου Ηπείρου -όχι οι Αλβανοί χριστιανοί- με την καθαρή ελληνική συνείδηση, όπως απέδειξαν τόσοι οι αγώνες τους (π.χ. Χειμαριώτες), όσο και η συμμετοχή τους σε όλες τις εκδηλώσεις που προσδιορίζουν την συνείδηση μιας εθνότητας (παιδεία, ευποιΐα). Αν περιοριζόμαστε μόνο στη γλώσσα για να τεκμηριώσουμε κρίσεις εθνότητας, τότε θα χαρακτηρίζαμε όλους τους Τουρκογιαννιώτες ως Έλληνες αφού μόνο την ελληνική γνώριζαν να μιλούν».
Και η Μαρία Μιχαήλ Δέδε (Οι Έλληνες Αρβανίτες, ΙΒΕ, Αθήνα 1997) γράφει: «ο παραδεδεγμένος χαρακτηρισμός «αλβανόφωνος» είναι λάθος ή μάλλον δεν υπογραμμίζει την πραγματικότητα ούτε και όταν συνοδεύει το Έλληνες Αρβανίτες ακόμη. Το σωστότερο φαίνεται πως πρέπει να ονομάζονται απλώς δίγλωσσοι με ελληνικά και αρβανίτικα. Φαίνεται πως οι ξένοι περιηγητές όπως ο Γκογιετέρ που έγραψε πως οι Αρβανίτες στην Ελλάδα μιλούν τρεις γλώσσες, την τουρκική, την ελληνική και μια ιδιαίτερη, πλησίασε περισσότερο την αλήθεια. Η πολυγλωσσία τους ήταν αποτέλεσμα συνθέσεως πληθυσμού που έμεινε τότε στην Ελλάδα κι όχι δείγμα εθνικότητας».
Ο Πατροκοσμάς, ο Άγιος των Σκλάβων, δικαιώθηκε όταν αναφερόταν στο θέμα και προέτρεπε τους πληθυσμούς να μιλούν την μητρική τους γλώσσα. Με θέρμη μιλούσε στους κατοίκους να «μαθαίνουν τα παιδιά τους ελληνικά».
Ο Νικ. Παπαδόπουλος (Η δουβιακή της Δροπόλεως Βορείου Ηπείρου, Αθήναι 1970, σ. 51-52) γράφει για τον Πατροκοσμά, όταν πέρασε από την Δερόπολη και από τα χωριά που μιλούσαν τις δύο γλώσσες: «κατόπιν τούτου αφού εσαγήνευσε με τα φλογερά του μάτια συνέστησεν εις αυτούς να ομιλούν μόνο την ελληνικήν και να παύσουν να ομιλούν την αλβανικήν, προσθέσας κατά παλαιάν παράδοσιν σωζομένην μέχρι του 1930 εκ την φράστανιν: Εσείς εδώ στα χωριά του κάμπου της όμορφης Δερόπολης ομιλείτε όλοι ελληνικά και καταλαβαίνετε καλά τα λόγια μου, εις όλα τα χωριά που εγύρισα μονάχα ελληνικά ήκουσα και τώρα εδώ για πρώτη φορά παραξενεύομαι που ακούω ξένη γλώσσα. Σεις εδώ είσθε οι καλύτεροι χριστιανοί από όσους εγνώρισα, γίνετε τώρα και οι καλύτεροι Ρωμιοί για ναχετε την ευλογία του Χριστού μας».
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ