Πολλές φορές κατά το παρελθόν αναφέρθηκα στα ζητήματα των Τσάμηδων. Θεσπρωτός γαρ, θα ήθελα να προσθέσω και κάποιες ακόμη επισημάνσεις. Προ του 1913, οι Τσάμηδες ήταν οι επικυρίαρχοι της περιοχής της Θεσπρωτίας. Εκπροσωπούσαν τη σουλτανική εξουσία και θεωρούσαν τους εαυτούς τους αγάδες, αφεντικά, και τους Έλληνες ραγιάδες. Η νοοτροπία αυτή, υπεροχής και υπεροψίας, τους χαρακτήριζε στις σχέσεις τους με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Γι' αυτό κατείχαν τα πιο εύφορα μέρη της Θεσπρωτίας, ενώ οι Έλληνες είχαν εκτοπισθεί στα βουνά.
Η απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913 ήταν ένα ισχυρό σοκ για τους Τσάμηδες, οι οποίοι, ψυχολογικά, ουδέποτε απεδέχθησαν την ισότητα πλέον με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Η Ελλάδα δεν πήρε ποτέ ιδιαιτέρως δυσμενή μέτρα εις βάρος τους, και όσο και αν φαίνεται απίστευτο, η νομική μεταχείρισή τους ορισμένες φορές ήταν έως και ευνοϊκή και σκανδαλώδης (βλ. μελέτη δικηγόρου Γιάννη Κτιστάκη, Νομικό Περιοδικό «Δίκη» Εκδ. Καθηγητής κ. Κ. Μπέης, «περιουσίες Τσάμηδων και Αλβανών στην Ελλάδα» Δ, 2006, 171). Οι παλαιότεροι ενθυμούνται οτι το 1918 ήρθαν οι μπέηδες των Τσάμηδων στη Μουργκάνα, συνοδευόμενοι από Έλληνες χωροφύλακες, πήγαιναν σε χωριά της που ήταν τσιφλίκια τους και τα είχαν υπό την «προστασία» τους και εισέπρατταν τα ανάλογα φύλακτρα.Η καταβολή των φυλάκτρων το 1918 προδήλως έγινε διότι Γενικός Διοικητής Ηπείρου ήταν ο μετέπειτα Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδος στη Σμύρνη Αριστείδης Στεργιάδης, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα όπως λένε οι πρόσφυγες της Μ. Ασίας. Ο αείμνηστος ιερεύς, Νικόλαος Βενέτης (1908 – 1993) σημειώνει, στις «σκόρπιες αναμνήσεις» του: «Το 1917 ήρθαν οι αγάδες στο χωριό Λειά για να εισπράξουν το γεώμορο, αναδρομικά από το 1913. Θυμάμαι ακόμα τη στιχομυθία των αγάδων με τον πατέρα μου: «Μωρέ Χρήστο, δώσε το φόρο για να ζήσουν ειρηνικά τα παιδιά μας». Ο πατέρας μου (Χρήστος Βενέτης, πλανόδιος μπαλωμάτης) τους έδωσε Ι Ι ναπολεόνια, σημαντικό ποσό για την εποχή εκείνη. Οι αγάδες εσυνοδεύοντο από χωροφύλακες κατόπιν εντολής του Α. Στεργιάδη, που ήταν Γενικός Διοικητής Ηπείρου. (Εφημερίς Καλαμάς 1.3.1994, Εκδότης Βαγγέλης Μυγδάλης)».
Η τελευταία φορά που βρέθηκαν στο χωριό μου Λειά Φιλιατών οι Τσάμηδες ήταν και η πιο οδυνηρή. Ήταν στις 20.4.1944 και εσυνόδευαν το γερμανικό τάγμα που επέδραμε στη Μουργκάνα για να την εκκαθαρίσει από τις αντάρτικες ομάδες. Ενόψει της επιδρομής των Γερμανών και Τσάμηδων, οι χωριανοί εγκατέλειψαν το χωριό. Οι Τσάμηδες έκαψαν τα περισσότερα σπίτια του χωριού, το λιθόκτιστο δημοτικό σχολείο και την εκκλησία της Παναγίας, κτίσμα του 17ου αιώνα. Η μοναδική γυναίκα που παρέμεινε, η τυφλή γερόντισσα Αναστασία Χαϊδή, όταν διεπίστωσε ότι καίγεται το σπίτι της, έβαλε τις φωνές, οι Τσάμηδες την πέταξαν στο φλεγόμενο σπίτι και κάηκε ζωντανή… Σκότωσαν επίσης τρεις Λειώτες, τον Γρηγόρη Λώλη, ετών 25, τον Γιώργο Μπίλη ετών 53 και τον Βασίλη Σδούγκα, ετών 23, τους οποίους συνέλαβαν τυχαία έξω από το χωριό.
Τα χωριά της Μουργκάνας, όλα ελληνοχώρια, ουδέποτε εδέχθησαν τον ισχυρισμό των Τσάμηδων ότι ήταν «τσιφλίκια» τους. Η διαμάχη αυτή κράτησε περίπου 80 χρόνια και τελικά το 1930 δικαιώθηκαν αυτά τα χωριά από την κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ), όπου είχαν προσφύγει οι Τσάμηδες. Η ΚΤΕ, ο προπολεμικός Ο.Η.Ε., εδέχθη ότι οι αγάδες των Τσάμηδων εστερούντο νομίμου τίτλου ιδιοκτησίας επί των 16 χωριών της Μουργκάνας. Παρά ταύτα, η ελληνική κυβέρνηση, της οποίας πρωθυπουργός ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, αποζημίωσε, νομίζω, τους αγάδες, με 5.000 χρυσές λίρες. Έχω στο αρχείο μου σχετικό άρθρο του γνωστού τότε δικηγόρου Ιωαννίνων Γ. Νιαβή, ο οποίος στην κατοχή υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος του ΕΑΜ, με τίτλο «τα 16 χωριά», δημοσιευμένο στην εφημερίδα των Ιωαννίνων «Ελευθερία» στις 28.7.1927, που σημειώνει για τη συμπεριφορά των Τσάμηδων, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα εξής: «Επηκολούθησαν απερίγραπτες φρικαλεότητες εις βάρος των κατοίκων, φόνοι, διώξεις, βιασμοί, αρπαγαί και ποικίλαι καταπιέσεις. Παν μέσον κατά των κατοίκων ησκήθη».
Οι Τσάμηδες μετά την εισβολή των ΙταλοΓερμανών κατακτητών εστράφησαν προς τους Ιταλούς, οι οποίοι υπέθαλπαν τις προσδοκίες τους για προσάρτηση της Θεσπρωτίας στην Αλβανία. Έτσι πίστευαν ότι θα καταστούν και πάλι αγάδες και αφέντες των ραγιάδων. Και ετάχθησαν συνολικά, ως κοινότητα, με τους Ιταλούς και Γερμανούς, και μάλιστα η συμπαράταξη μαζί τους ήταν και ένοπλη, σχηματίστηκαν δηλαδή στρατιωτικές μονάδες από τους Τσάμηδες, οι οποίοι πολεμούσαν με τις κατοχικές δυνάμεις και καταπίεζαν πλέον καταφανώς τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό, με αποκορύφωμα την εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς.
Η καταπίεση έλαβε εξαιρετικά άγρια μορφή, με εμπρησμούς χωριών, κλοπή κοπαδιών, ληστείες και εκτελέσεις Ελλήνων χωρικών – π.χ. εκτέλεσαν την Ελένη Λώλου, από το χωριό Πηγαδούλια Φιλιατών, για να της πάρουν το άλογο και κάρφωσαν το κεφάλι της σε γκορτσιά! Εξετέλεσαν ακόμα και τον μετριοπαθή συμπατριώτη τους, πρόεδρο της μουσουλμανικής κοινότητας Σολοπιάς, ο οποίος τους είχε συμβουλεύσει να μη διαρρήξουν τη σχέση τους με τους ντόπιους Έλληνες. Ανεκήρυξαν αυτόνομη τη Θεσπρωτία, κατέλυσαν τις αρχές και εδήωναν, λεηλατούσαν και εξόντωναν τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Με την αποχώρηση των Γερμανών και την κάθοδο των ελληνικών αντάρτικων ομάδων στην περιοχή τους, γνώριζαν ότι είχε έρθει η ώρα της νεμέσεως για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει στην κατεχόμενη Θεσπρωτία επί τετραετία περίπου. Έτσι, φρονίμως ποιούντες, κατέφυγαν στη γειτονική Αλβανία.
Έτσι, ο ΕΛΑΣίτης Π. Παπασταύρου, αυτόπτης μάρτυρας της συμπεριφοράς των Τσάμηδων στην περίοδο της κατοχής γράφει: «Γύρω στις δεκαπέντε χιλιάδες αριθμούσε εκείνη η μειονότητα των λεγομένων Τσάμηδων. Από τις πρώτες ημέρες του πολέμου είχαν ταχθεί στο πλευρό των Ιταλών. Το ίδιο έκαναν και με τους Γερμανούς αργότερα. Ντυμένοι με τις στολές των κατακτητών, λήστευαν, βασάνιζαν, ατίμαζαν, τρομοκρατούσαν την ύπαιθρο. Ο φόβος και ο τρόμος σκέπαζε όλη την Θεσπρωτία. Οι πράξεις βίας και τρομοκρατίας σε καθημερινή βάση… όχι λίγες φορές δεν δίσταζαν, έτσι για πλάκα, να βάζουν στο σημάδι από απόσταση Τσοπαναραίους και στρατοκόπους…» («Στο Στόμα του Λύκου» εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
Βεβαίως έγιναν και από τις ελληνικές αντάρτικες ομάδες έκτροπα και αντεκδικήσεις όπως ακριβώς με την προέλαση του Σοβιετικού στρατού 13.000.000 Γερμανοί εκκένωσαν τις ανατολικές επαρχίες και κατέφυγαν στη Δύση και 2.000.000 άμαχος πληθυσμός εξοντώθηκε. Έτσι οι Σουδήτες της Τσεχοσλοβακίας, πάνω από 3.000.000, οι οποίοι ταυτίστηκαν με τους Γερμανούς εγκατέλειψαν τις πανάρχαιες πατρίδες τους και κατέφυγαν στη Δύση. Τι διαφορετικό συνέβη με τους Τσάμηδες, ώστε ορισμένοι πανεπιστημιακοί και ενίοτε και δημοσιογράφοι να «ηδονίζονται» να διακηρύσσουν ότι για όλα φταίνε οι Έλληνες;
Αντώνης Βενέτης / proinoslogos.gr