Η Ιστορία της Μοσχόπολης
Η Μοσχόπολη ήταν μεγάλο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο του 18ου αιώνα στη Βαλκανική χερσόνησο. Βρίσκεται δυτικά της Κορυτσάς στη σημερινή νοτιοανατολική Αλβανία. Τον 18ο αιώνα η πόλη αναπτύχθηκε σε ένα από τα κύρια αστικά κέντρα των Βαλκανίων. Λόγω της συμβολής της στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό η πόλη αναφέρεται στην εποχή της ακμής της και ως «Νέα Αθήνα» ή «Νέος Μυστράς».
Ως το τέλος του 17ου αιώνα η Μοσχόπολη ήταν ένας μικρός οικισμός, όμως παρουσίασε αλματώδη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη από τον επόμενο αιώνα. Την περίοδο της μεγάλης ακμής της πόλης, τη δεκαετία του 1730, ο πληθυσμός της είχε φτάσει τις 60.000. Μάρτυρες της ακμής της είναι οι επιβλητικοί ναοί του Αγίου Νικολάου (1721), του Αγίου Αθανασίου (1721) και των Ταξιαρχών (1722) που κοσμούνται από πολλές και αξιόλογες αγιογραφίες.
Η πόλη κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες και Βλάχους, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα βλαχόφωνα κέντρα, με κύρια ενασχόληση το εμπόριο, την κτηνοτροφία, την κατεργασία μαλλιού, ταπητουργίας και ανάπτυξη βυρσοδεψίας. Περίφημη ήταν η πόλη και για την σιδηρουργία, την αργυροχοΐα και την χαλκουργική της. Πολλοί Μοσχοπολίτες έμποροι στη Βενετία, στη Βιέννη, στην Οδησσό, την Κωνσταντινούπολη και άλλα σημαντικά κέντρα της εποχής ενίσχυσαν οικονομικά την πατρίδα τους και συντέλεσαν στην ίδρυση σχολείου, περίπου το 1700. Το σχολείο, με την ονομασία, «Ελληνικόν Φροντιστήριο» εξελίχθηκε σε σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο της περιοχής, το 1744 αναβαθμίστηκε από δωρεές και μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία»
Το 1769 λόγω της συμμετοχής της πόλης στην προετοιμασία της εξέγερσης του 1770 (Ορλωφικά), η πόλη υπέστη λεηλασίες από Τουρκαλβανούς. Σημαντικές καταστροφές έγιναν και από τα στρατεύματα του Αλή Πασά το 1788, που κατόπιν διαταγής του, καταστράφηκαν πολύτιμοι πολιτιστικοί θησαυροί της πόλης.
Η Μοσχόπολη δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της δόξα, συνέχιζε να υπάρχει όμως ως οικισμός μικρότερης εμβέλειας. Οι κάτοικοί της κατέφυγαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Πολλοί άλλοι Μοσχοπολίτες μετά την καταστροφή της πόλης τους διακρίθηκαν ως έμποροι, ως τραπεζίτες και ως βιοτέχνες στην Ουγγαρία και την Αυστρία και συνέχισαν την παράδοση των προγόνων τους σε έργα ευποιίας με γενναίες δωρεές και την χρηματοδότηση κοινωφελών ελληνικών ιδρυμάτων, όπως η οικογένεια Σίνα.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1916, ομάδα Αλβανών ατάκτων λεηλάτησε την πόλη.
Η απελευθέρωση της Μοσχόπολης από τον Ελληνικό Στρατό
Κατά την μάχη της Μόροβας – Ιβάν, στις 14 Νοεμβρίου, το 68ο Σύνταγμα Πεζικού, της Χ Μεραρχίας, εξόρμησε προς το χ. Νικολίτσε το οποίο και κατέλαβε μετά από αγώνα. Στη συνέχεια κινήθηκε προς τα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά αντερείσματα του χωριού, ενώ προωθημένα τμήματά του εγκαταστάθηκαν στο Σταυροειδές ύψωμα (2,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Νικολίτσε) που δεν το κατείχε ο εχθρός.Αποκτήθηκε έτσι ένα ισχυρό έρεισμα στην κορυφογραμμή της οροσειράς της Μόροβας, νότια από τη σημαντική διάβαση της Ντάρζας.
Στις 16 Νοεμβρίου το Σύνταγμα συνέχισε την επιθετική του προσπάθεια και πέτυχε να ολοκληρώσει την κατοχή του Σταυροειδούς υψώματος και να καταλάβει, μετά από πείσμονα αγώνα, το ύψωμα 1827.Την επομένη το 68ο Σύνταγμα Πεζικού ασχολήθηκε με την εδραίωσή του στις θέσεις που είχε καταλάβει και απέκρουσε αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις.
Μετά από τετραήμερη ανάπαυλα για τη ξεκούραση των ανδρών και την ανασυγκρότηση των μονάδων, στις 14:00 της 21ης Νοεμβρίου, ύστερα από ωριαία προπαρασκευή του πυροβολικού, το Σύνταγμα επιτέθηκε για την κατάληψη του ισχυρού υψώματος 1878.Ο αγώνας ήταν σκληρός και η αντίσταση των Ιταλών μεγάλη, αλλά στις 19:00 το Ι/68 Τάγμα με την επιτυχή υποστήριξη του πυροβολικού κατόρθωσε να καταλάβει το ζωτικό αυτό ύψωμα, το οποίο αποτελούσε το προπύργιο της εκεί ιταλικής αντίστασης και το καλύτερο παρατηρητήριο των Ιταλών πάνω στη Μόροβα.
Την επομένη το Σύνταγμα κατευθύνθηκε προς το χωριό Ντέρσνικο.Οι Ιταλοί υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν προς το βορειοδυτικά, εγκαταλείποντας τη Μοσχόπολη την οποία κατέλαβε η VII Ομάδα Αναγνωρίσεως του Συντάγματος, χωρίς καμιά εμπλοκή με τον εχθρό, τις πρωινές ώρες της 24ης Νοεμβρίου