Κατά την γνώμη έγκυρων εθνολόγων και γεωγράφων τα όρια της Βορείου Ηπείρου (της Νότιας Αλβανίας κατά τους Αλβανούς) φτάνουν μέχρι το Άψο ποταμό. Μέσα σ' αυτά τα όρια συμπεριλαμβάνονται η Αυλώνα και το Βεράτιο (Μπεράτι). Από την αρχαιότητα το τμήμα αυτό της Ηπείρου ήταν ελληνικό. Ελληνική αναφέρεται η περιοχή από τον Θουκυδίδη και από τον γεωγράφο Στράβωνα, ο οποίος επεκτείνει τα όρια μέχρι τον Σκούμπη ποταμό. Από την Ήπειρο προέρχονται και τα ονόματα Έλλην και γραικός. Από αυτά τα ονόματα το ελληνικό έθνος πήρε και την προσωνυμία οι Έλληνες στην αρχαία εποχή καθώς και το όνομα Γραικοί. Να θυμίσουμε, μάλιστα, ότι οι Λατίνοι τους Έλληνες τους αποκαλούσαν χλευαστικούς Γραικύλους.
Οι ισχυροί της γης, παρά πάσα έννοια δικαίου, χαρακτήρισαν και την Ήπειρο Αλβανία και τους κατοίκους της συλλήβδην Αλβανούς.
Η Χιμάρα είναι η αρχαία Χαονία. Στη Χιμάρα διασώζονται ελληνικά νομίσματα, όπως καισε άλλες επαρχίες που φέρνουν ελληνικότατα ονόματα, Μολοσία, Θεσπρωτία κλπ.
Οι πόλεις Άρνισσα (κοντά στην Αυλώνα), η Αντιγόνεια (κοντά στο Τεπελένι), η Αργυρίνη (το Αργυρόκαστρο), η Φοινίκη, ο Ορχησμός (Άγιοι Σαράντα), το Πήλιο (κοντά στην Κοριτσά), η Αντιπάρεια (σήμερα Μπεράτι) και τόσες άλλες ελληνικές πόλεις που βρίσκονται εντός της αμφισβητούμενης ζώνης της Ηπείρου, ως αλβανικής, μαρτυρούν με τον πιο φανερό τρόπο, την ελληνικότητα της περιοχής. Οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν ολοσχερώς την Ήπειρο, αλλά δεν αλλοίωσαν τον ελληνικό χαρακτήρα της. Η ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα εξακολουθούσαν να ακμάζουν σε ολόκληρη την Ήπειρο.
Κατά τον μεσαίωνα η Ήπειρος υπήρξε εστία του ελληνισμού. Το 1204 η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων, ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο επί του διαδόχου του Θεοδώρου επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη.
Πολλές επιδρομές αλλοφύλων υπέστη η Ήπειρος κατά την εποχή των Ρωμαίων και μέχρι την κατάκτησή της από τους Τούρκους. Και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ηΉπειρος διατήρησε τον ελληνικό της χαρακτήρα. Η ενιαία Ήπειρος ανέδειξε σπουδαίους άντρες, οι οποίοι ευεργέτησαν, όχι μόνο την ιδιαίτερη Πατρίδα τους, αλλά και την Ελλάδα. Οι Ζωσιμάδες, οι Ζωγράφοι, οι Ζάππιοι, οι Σιναίοι, ο Ριζάρης, ο Αρσάκης, ο Στουρνάρας, ο Τοσίτσας, ο Αβέρωφ, Ηπειρώτες ήταν. Ανήγειραν και στην Αθήνα μεγαλοπρεπή κτήρια για την παιδεία και γενικότερα για τη μόρφωση των Ελλήνων.
Αυτούς τους Έλληνες οι ισχυροί της γης τους αμφισβητούσαν πλαστογραφούντες την εθνικότητα διαπρεπών Ελλήνων. Η Ήπειρος δεν έμεινε αδιάφορη κατά του αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Η Ήπειρος υπήρξε η κοιτίδα των Αρματολών και Κλεφτών, οι οποίοι προπαρασκεύασαν τον Αγώνα του 1821. Από εδώ δόθηκε το σύνθημα της επανάστασης. Ακόμη κατά την περίοδο του Αλή Πασά, ο οποίος επιθυμούσε να αποσπαστεί από την Υψηλή Πύλη και να ιδρύσει Αυτόνομη Αλβανία, οι Ηπειρώτες μάχονταν κατά των Αλβανών και δεν υπέκυψαν.
Οι Σουλιώτες, οι Χιμαριώτες, οι Γαρδικιώτες, οι Χορμαβίτες, οι οποίοι από πολλούς ανιστόρητους θεωρούνται Αλβανοί, αγωνίστηκαν για την ελληνικότητα της Ηπείρου και πολλοί από αυτούς έδωσαν και τη ζωή τους. Πολλοί οπλαρχηγοί του '21 που κατάγονταν από την Ήπειρο πρωτοστάτησαν στους αγώνες του ελληνισμού υπέρ της Ανεξαρτησίας. Δεν είναι δυνατόν, χωρίς να πλαστογραφούν την ιστορία, να παρουσιάζουν τους Μποτσαραίους, τους Τζαβελλαίους, και πολλούς άλλους, όχι Έλληνες.
Δυστυχώς, οι Μεγάλες Δυνάμεις, θέλησαν να χαρακτηρίσουν τους κατοίκους της Βορείου Ηπείρου ως Αλβανούς, από τη γλώσσα που μιλούσαν. Έτσι, εισήγαγαν στο Διεθνές Δίκαιο έναν καινοφανή ορισμό για την εθνότητα κάποιου λαού. Αν ακολουθήσουμε γενικά σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα την καινοφανή αυτή θέση, δεν θα έπρεπε να θεωρήσουμε ως έθνος ούτε την Ιταλία, ούτε την Αυστρία, ούτε την Ελβετία, ούτε το Βέλγιο, αφού στερούνται δική τους γλώσσα.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις χαρακτήρισαν ως Αλβανούς πληθυσμούς της Βορείου Ηπείρου με φρόνημα και καταγωγή ελληνική, παίρνοντας ως μέτρο τη γλώσσα που μιλούσαν. Δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τους ότι μεσολάβησαν πέντε αιώνες δουλεία, με βίαιους εξισλαμισμούς, κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, που δεν επέτρεπε την ελεύθερη διδασκαλία της γλώσσας. Με πολλές θυσίες οι Ηπειρώτες μπόρεσαν να διασώσουν τη θρησκεία τους, αν και πολλά χωριά αναγκάστηκαν να ασπαστούν τον μωαμεθανισμό.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις όφειλαν να γνωρίζουν ότι στην Ήπειρο επιτρέπονταν μικτοί γάμοι μωαμεθανών και χριστιανών και ότι πολλοί μωαμεθανοί μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν σύνηθες το φαινόμενο των μικτών γάμων, που είχαν σαν σημαία να μιλούν και τις δύο γλώσσες, ήταν δίγλωσσοι. Αν οι μεγάλες Δυνάμεις επιθυμούσαν ειλικρινά και χωρίς σκοπιμότητες να χαρακτηρίσουν την εθνότητα των Ελλήνων κατοίκων της Βορείου Ηπείρου έπρεπε να ορίσουν και ως κριτήριο της εθνότητας τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Για παράδειγμα, στη Θράκη και στη Μακεδονία πολλοί σλαβόφωνοι αυτοπροσδιορίζονται Έλληνες, όπως και στη Μικρά Ασία υπάρχουν Έλληνες τουρκόφωνοι. Κανένας δεν τόλμησε αυτούς να τους χαρακτηρίσει Τούρκους.
Ακόμη, είναι γνωστό ότι στη Βόρειο Ήπειρο η καθημερινή επικοινωνία Ελλήνων και Αλβανών επέφερε γλωσσικό ρήγμα, όπως και οι συνεχείς πιέσεις να μάθουν οι Έλληνες την αλβανική γλώσσα. Δεν εξετάστηκε καθόλου η θέληση και η συνείδηση του βορειοηπειρωτικού λαού. Παρόλες τις έντονες διαμαρτυρίες των Βορειοηπειρωτών και τα υπομνήματα προς τη Διεθνή Επιτροπή από τις πόλεις που περνούσε, αυτή δεν έλαβε υπόψη ούτε διαμαρτυρίες ούτε υπομνήματα.
Νίκος Υφαντής / Πρωινός Λόγος