Πονοκέφαλο έφερε στον Αλβανό πρωθυπουργό Έντι Ράμα η επιδίκαση αποζημίωσης ύψους 110 εκατομμυρίων ευρώ είχε προσφύγει στην δικαιοσύνη και στο Διεθνές Κέντρο Διακανονισμού Επενδυτικών Διαφορών διότι η Αλβανική Κυβέρνηση του Έντι Ράμα του έκλεισε τον τηλεοπτικό σταθμό που είχε ανοίξει .
Το σίγουρο είναι ότι το συγκεκριμένο ποσό θα το πληρώσουν οι Αλβανοί φορολογούμενοι πληρώντας τα καπρίτσια φίμωσης του Τύπου που επιβάλλει ο Έντι Ράμα ακολουθώντας τις εντολές του τούρκου πνευματικού πατερά Ερντογαν.
Αναλυτικά η υπόθεση έχει ως εξής:
Το Διεθνές Κέντρο Διακανονισμού Επενδυτικών Διαφορών (ICSID), ένα διαιτητικό δικαστήριο, μέλος της Παγκόσμιας Τράπεζας, καταδίκασε την Αλβανία κατά τον Απρίλιο του 2019, κρίνοντας ότι το κλείσιμο του τηλεοπτικού σταθμού "Agon" του Ιταλού επιχειρηματία Francesco Becchetti, είχε «πολιτικά κίνητρα».
Το ποσό της αποζημίωσης που έπρεπε να καταβάλλει η Αλβανία είναι από τα υψηλοτέρα που έχει επιδικάσει το διαιτητικό δικαστήριο.
Οι αλβανικές αρχές αντέδρασαν ζητώντας την ακύρωση της απόφασης που ελήφθη. Έτσι τον Αύγουστο του 2019 το ICSID αποδέχθηκε την έφεση διατάσσοντας την προσωρινή αναστολή της εκτέλεσης της απόφασής του. Η αίτηση ακύρωσης είναι μια εξαιρετική μορφή προσφυγής που παρέχεται για την υπεράσπιση των βασικών νομικών αρχών που σχετίζονται με μια διαδικασία. Ένα μέρος μπορεί να ζητήσει την πλήρη ή μερική ακύρωση μιας απόφασης βάσει τουλάχιστον μιας από τις 5 υποθέσεις που προβλέπονται από τους ίδιους τους κανόνες του ICSID:--
-Όταν η δοκιμαστική επιτροπή δεν έχει σχηματιστεί σωστά.
-Όταν έχει ξεπεράσει ανοιχτά την ισχύ της.
-Όταν σε ένα από τα μέλη έχει διαπιστωθεί υπόθεση διαφθοράς.
-Όταν παρατηρείται η απόκλιση σε έναν από τους βασικούς διαδικαστικούς κανόνες.
-Όταν η απόφαση δεν μπορεί να αποδείξει τα κίνητρα στα οποία βασίστηκε.
Κατά την διαδικασία προσφυγής οι αντίδικοι εκπροσωπήθηκαν , η Αλβανική κρατική υπεράσπιση είχε επιλέξει την αμερικάνικη δικηγορική εταιρεία , Foley Hoag, με εμπειρία στο χειρισμό τέτοιων υποθέσεων. Ενώ ο Ιταλός επιχειρηματίας Becchetti, εκπροσωπήθηκε από δύο μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, Debevoise & Plimpton, με έδρα τη Νέα Υόρκη, και Quinn Emanuel Urquhart & Sullivan, με έδρα το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη.