Η πολιτική αρπαγής ελληνικών περιουσιών ειδικά στην παράκτια ζώνη της Βορείου Ηπείρου, έχει τις ρίζες της στο Μεσοπόλεμο. Μοναδικό κοινό σημείο, τότε και τώρα, η απομάκρυνση των ομογενών από τη γενέθλια γη της Βορείου Ηπείρου. Τα τελευταία χρόνια, τα Τίρανα ροκανίζουν αργά, αλλά σταθερά και συστηματικά τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας. Ειδικά, η κυβέρνηση Ράμα, αγνοώντας το ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο και τα διεθνώς αναγνωρισμένα μειονοτικά δικαιώματα, έχει θέσει ξεκάθαρο στόχο την διάλυση της μειονότητας, μέσω της πληθυσμιακής συρρίκνωσης.
Το 1921, η ελληνική μειονότητα της Βόρειας Ηπείρου αναγνωρίστηκε επίσημα από την αλβανική κυβέρνηση, ως εθνική και γλωσσική μειονότητα με δικαιώματα, αναγνωρισμένα από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Η αναγνώριση υπήρξε απόρροια της εισόδου της Αλβανίας στην ΚτΕ, τον Οκτώβριο 1921. Η ένταξη ενός κράτους σε αυτόν τον τότε νεοπαγή διεθνή οργανισμό, οποίος ευαγγελιζόταν και την προστασία των μειονοτήτων, δημιουργούσε για το αλβανικό κράτος υποχρεώσεις έναντι των Ελλήνων μειονοτικών. Παρ' όλα αυτά, πολύ νωρίς, οι αλβανικές αρχές έδειξαν τις πραγματικές τους διαθέσεις. Όχι μόνο δεν σεβάστηκαν τα αναγνωρισμένα μειονοτικά δικαιώματα των Ελλήνων, αλλά έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο εκρίζωσής τους, πλήττοντας καθοριστικά τα θεμέλια του κοινοτικού τους βίου, δηλαδή την εκπαιδευτική και εκκλησιαστική τους ζωή.
Ο τρόπος με τον οποίο η σημερινή αλβανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει τις ελληνικές ιδιοκτησίες μας γυρίζει νοερά στον Απρίλιο 1925, όταν τα Τίρανα επικαλούνταν διάφορα νομοθετικά διατάγματα για να απαλλοτριώσουν ιδιοκτησίες ομογενών. Μια τέτοια περίπτωση έλαβε χώρα στους Αγίους Σαράντα. Σε έγγραφο του ελληνικού Προξενείου Δυρραχίου προς το υπουργείο Εξωτερικών (14-4-1925), αναφερόταν ότι η τότε αλβανική κυβέρνηση είχε συστήσει Ειδική Επιτροπή για τον διακανονισμό της «ευρισκομένης περιουσίας του Κράτους» στη συγκεκριμένη πόλη.
Σκοπός της εν λόγω Επιτροπής ήταν α) να καταγράψει τις κρατικές γαίες και β) να ελέγξει τα έγγραφα, βάσει των οποίων ορισμένοι, κατά βάση ομογενείς, εμφανίζονταν ιδιοκτήτες οικοπέδων. Βασικά, επρόκειτο για οικοδομές που ανεγέρθησαν σε τέσσερις διαφορετικές ιστορικές περιόδους: επί Τουρκοκρατίας, επί Αυτόνομης Πολιτείας, επί ιταλικής κατοχής και επί αλβανικής διοίκησης.
Η αλβανική κυβέρνηση θεωρούσε, ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των οικοδομών αυτών ήταν ρευστό, δεδομένου ότι οι κάτοχοί τους διέθεταν τίτλους ιδιοκτησίας αποκτημένους από ξένες αρχές, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δεν διέθεταν καθόλου. Και ενώ η Επιτροπή ξεκίνησε τις εργασίες της με πνεύμα συνδιαλλαγής και διαφάνειας, πολύ γρήγορα φάνηκαν οι πραγματικές της σκοπιμότητες.
Έγγραφο από τα αρχεία
Σε έγγραφο του ελληνικού υποπροξενείου στους Αγίους Σαράντα (9-5-1925), αναφέρεται: «Τα οικόπεδα εθεωρούντο εθνική ιδιοκτησία και αι εκάστοτε κυβερνήσεις παρεχώρουν επί μισθώματι έδαφος εις τους μετ' αυτών συναλλασσομένους ιδιώτας, οίτινες ιδίαις των δαπάναις οικοδομούν επί του παραχωρηθέντος αυτοίς εδάφους. Η Αλβανική Κυβέρνησις εμφανίζεται σήμερον ιδιοκτήτρια των οικοπέδων ως διάδοχος των προηγουμένων […] Οι Άγιοι Σαράντα κατέχονται καθ' ολοκληρίαν σχεδόν υπό χριστιανών ομιλούντων την ελληνικήν. Νομίζει κανείς ότι ευρίσκεται εις ελληνικόν λιμένα. Οι Αλβανοί όμως μουσουλμάνοι, οίτινες έχουν την τελευταίαν λέξιν εν τη διακυβέρνησει της χώρας, ένα και μόνον σκοπόν προέθεντο: να εκδιώξουν τους χριστιανούς και να εγκαταστήσουν μωαμεθανούς. Να εκτουρκίσουν τους Αγίους Σαράντα […].
»Η Αλβανική Κυβέρνησις απέστειλε την ρηθείσαν Επιτροπήν με τον ανομολόγητον σκοπόν να παρατείνη την σημερινήν κατάστασιν, ήτις εκνευρίζει τους χριστιανούς μη γνωρίζοντας τι τέξεται η επιούσα και μη δυναμένους συνεπώς να ρίψουν εις τας εργασίας των τα κεφάλαια, τα οποία είναι εις θέσιν να διαθέσουν. Και δύναται πολλά να κατορθώσουν διότι ακριβώς κέκτηνται πολλά […] Η Αλβανική Κυβέρνησις δεν επιθυμεί να διακανονίση αμφότερα τα ζητήματα διότι εν τοιαύτη περιπτώσει οι Άγιοι Σαράντα θα κατακλυσθούν από χριστιανικά κεφάλαια […]
»Η Αλβανική Κυβέρνησις έχει εις χείρας της το κατάλληλον όπλον προς εξυπηρέτησιν της πολιτικής της, συνισταμένης τονίζω εις τούτο: να κουράση τους χριστιανούς εν τη αναμονή και ούτω απηυδησμένοι ούτοι από μιαν κατάστασιν πρωτοφανή ν' αναγκασθούν να εγκαταλείψουν τας εργασίας των […] Κατόπιν δια τον ένα ή δια τον άλλον λόγον εφαρμοσθήσεται άλλος τρόπος εκποιήσεως των οικοπέδων, τρόπος διευκολύνων την αγοράν αυτών υπό μουσουλμάνων.
»Δεν θα κουρασθώ να το επαναλαμβάνω ότι σκέψις και απόφασις των περί τον Μουφίτ Βέην (υπουργός Οικονομικών) υποκειμένων της εσχάτης υποστάθμης είναι να εκδιώξουν τους χριστιανούς από τους Αγίους Σαράντα. Δεν ανέχονται αυτοί να ακούουν ομιλουμένην παντού την ελληνικήν. Διότι είναι Τούρκοι και μόνον το φέσι τους λείπει. Και ο φθόνος των από της ιδικής των απόψεως δίκαιος τυγχάνει, καθόσον αναγκάζονται υπό των πραγμάτων να μεταχειρίζωνται εις τας εμπορικάς των δοσοληψίας την ελληνικήν γλώσσαν.
»Ο Αχμέτ Ζώγου (Βασιλιάς της Αλβανίας) υπεσχέθη ισοπολιτείαν, καλήν συμπεριφοράν απέναντι των χριστιανών και διάφορα άλλα από φραστικής απόψεως ωραία πράγματα. Οι εδώ όμως χριστιανοί δεν ηυτύχησαν δυστυχώς να ίδουν εκπληρουμένας τας υποσχέσεις ταύτας […] Οι ενταύθα χριστιανοί αποτελούν μειονότητα απέναντι της οποίας η Αλβανική Κυβέρνησις ανέλαβεν ωρισμένας ρητάς υποχρεώσεις δια της από 2ας Οκτωβρίου 1921 "δηλώσεως" εις ην προέβη ενώπιον της Κοινωνίας των Εθνών ο τότε πρωθυπουργός Φάν Νόλη. Μεταξύ δεν των αναληφθεισών υποχρεώσεων περιλαμβάνεται αναμφιβόλως και η αφορώσα το δικαίωμα όπερ κέκτηνται οι αποτελούντες την μειονότητα ταύτην να εργάζωνται ελευθέρως τηρούντες τους νόμους του Κράτους».
Αντικατάστασις δια μουσουλμάνων
Σε έγγραφο της ίδιας προξενικής αρχής προς το υπουργείο Εξωτερικών, λίγους μήνες μετά (10 Σεπτεμβρίου 1926), αναφερόταν ότι «η έξωσις τούτων και η τούτων αντικατάστασις δια μουσουλμάνων, όπως ενδομύχως επιθυμεί η Αλβανική Κυβέρνησις, ήθελεν αμέσως επιφέρει την αλλοίωσιν του ελληνικωκάτου χαρακτήρος της πόλεως ταύτης προσδίδουσα εις ταύτην μουσουλμανικήν χροιάν». Η ελληνική πλευρά θεωρούσε την εξαγορά των οικοπέδων από τους ομογενείς, ως την πιο συμφέρουσα λύση, δεδομένου ότι «μόνον δια της λύσεως ταύτης θα είναι δυνατόν να συγκρατήσωμεν τους Αγίους Σαράντα».
Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 1926, η εν λόγω Επιτροπή εξέδωσε δημευτικές αποφάσεις για όσα ακίνητα ανεγέρθησαν επί ξένης κυριαρχίας της Αλβανίας, ενώ αφαιρούσε από τους ομογενείς το δικαίωμα να προβούν σε εξαγορά των ιδιοκτησιών τους. Ο Έλληνας υποπρόξενος στους Αγίους Σαράντα, Λ. Σκάρπας, ξεκαθάριζε ότι επιθυμία των Τιράνων ήταν η «κρατικοποίησις των επί ελληνικής κατοχής κτισθέντων οικοδομών». Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή αποφάσισε να παραβλέψει παντελώς τους υπάρχοντες τίτλους ιδιοκτησίας, να αγνοήσει το δικαίωμα των κατόχων να εξαγοράσουν τα οικόπεδά τους, αλλά και να επιβάλει υπέρογκα ενοίκια για τη χρήση της γης (Υποπροξενείο Αγίων Σαράντα προς Υπουργό Εξωτερικών, 9-2-1927).
Η απώλεια της ιδιοκτησίας ανάγκασε αρκετούς ομογενείς να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, ενώ η κατάσταση αυτή είχε άμεσες συνέπειες στη συλλογική ζωή της μειονότητας, δεδομένου ότι «εάν επιτραπή ποτέ η λειτουργία ενταύθα ελληνικού σχολείου δεν θα υπάρξη ελληνόφωνος κοινότης να το υποστηρίξη» (Υποπρόξενος Αγίων Σαράντα προς Υπουργό Εξωτερικών, 19-3-1927). Αργότερα, τον Φεβρουάριο 1928, το ζήτημα φαίνεται να είχε βαλτώσει. Είναι η περίοδος που τα Τίρανα έχουν περάσει υπό τον έλεγχο της Ρώμης, η οποία ενίσχυε την αναβλητική πολιτική της αλβανικής πλευράς έναντι των ομογενών μας.
Θουκυδίδης και ελληνοαλβανικές σχέσεις
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η τότε αλβανική κυβέρνηση χρησιμοποίησε ένα επιχείρημα για να απαλλοτριώσει τις ελληνικές περιουσίες, που είναι αρκετά οικείο στη σημερινή κυβέρνηση Ράμα. Αυτό της ανάγκης αλλαγής του ρυμοτομικού σχεδίου των Αγίων Σαράντα. Ειδικότερα, σε αλληλογραφία μεταξύ της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα με το Υπουργείο Εξωτερικών (27-1-1929) μεταφερόταν η είδηση ότι οι δημοτικές αρχές των Αγίων Σαράντα ενημέρωσαν τους ιδιοκτήτες επτά παραπηγμάτων ότι αυτά θα κατεδαφισθούν «δια λόγους εξωραϊσμού της πόλεως».
Η κατεδάφιση ήταν εύλογο να γεννήσει υπόνοιες ότι επρόκειτο για πλάγια λύση στο ζήτημα των οικοδομών. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποίησαν, δυο χρόνια μετά, για να συρρικνώσουν περαιτέρω την ελληνική παρουσία στην πόλη. Τότε, ήταν το πρόσχημα διεύρυνσης «της κεντρικής οδού δεδομένου ότι εις αυτήν κείνται μόνον αι οικοδομαί των ημετέρων» (Υποπρόξενος Αγίων Σαράντα προς Υπουργείο Εξωτερικών, 9-6-1931).
Τα προσχήματα, λοιπόν, που χρησιμοποιεί η σημερινή κυβέρνηση Ράμα για να απομακρύνει τους Έλληνες, δεν είναι καινούργια. Τότε, όπως και τώρα, η πολιτική αυτή αποσκοπεί, ώστε «ο ελληνικός ούτος πληθυσμός, εστερημένος της ακινήτου αυτού περιουσίας, κατεστραμμένος οικονομικώς και εν απογνώσει διατελών, θέλει εν τέλει διαρρεύση αντικαθιστάμενος υπό μουσουλμάνων Αλβανών της περιφερείας ή υπο των Τσάμηδων» (Σημείωμα περί του ζητήματος των οικοδομών των Αγίων Σαράντα, Υπουργείο Εξωτερικών, 8-2-1932).
Ενδιαφέρον από διεθνολογικής σκοπιάς, έχει το γεγονός ότι την πολιτική αυτή ασκούσε και ασκεί ένα κράτος χωρίς ιδιαίτερο βάρος στη διεθνή, ευρωπαϊκή ή βαλκανική περιφέρεια. Εν ολίγοις, τα δικαιώματα των Ελλήνων συρρικνώνονται από την Αλβανία, η οποία δεν διαθέτει ισχύ, ικανή να την καταστήσει μετρήσιμο παίκτη του περιφερειακού συστήματος. Γεννάται, λοιπόν, εύλογα το ερώτημα: Τι εμποδίζει την (ισχυρότερη) Αθήνα να επιβάλει στα Τίρανα τη θουκιδίδεια εκδοχή των διεθνών σχέσεων, ότι ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του;
Βασίλη Κολλάρος / slpress.gr
Πηγή εγγράφων: Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου και ελληνοαλβανικές σχέσεις. Έγγραφα από το Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου των Εξωτερικών (επιμέλεια: Βασίλειος Κόντης), τόμ. ΙΙ, ΙΙΙ, Βιβλιοπωλειον της Εστίας, Αθήνα 1997.