Ο διδάκτωρ Ιστορίας του ΑΠΘ και συγγραφέας Σταύρος Γ. Ντάγιος μιλά για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις στο διάστημα 1945-1990 - Χιλιάδες Αλβανοί πολιτικοί φυγάδες δραπέτευσαν στην Ελλάδα το διάστημα της κομμουνιστικής επιβολής
Στους Αλβανούς πολιτικούς φυγάδες στην Ελλάδα το διάστημα της κομμουνιστικής δικτατορίας στην Αλβανία αναφέρεται ο διδάκτωρ Ιστορίας του ΑΠΘ και συγγραφέας Σταύρος Γ. Ντάγιος, στο βιβλίο του «Κυνηγώντας χίμαιρες: Αλβανοί πολιτικοί φυγάδες στην Ελλάδα 1945-1991».
Ο συγγραφέας αναφέρεται στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, αλλά και στους Αλβανούς πολιτικούς φυγάδες που δραπέτευσαν το διάστημα της κομμουνιστικής επιβολής, για τους οποίους, όπως λέει, περιβάλλει ένα «πέπλο μυστηρίου, αμνησίας, ίσως και ενοχής». Όπως εξηγεί, στο ευρύτερο ελληνικό κοινό είναι γνωστοί μόνον οι Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση του καθεστώτος, το 1991.
Αναλυτικά, η συνέντευξη του Σταύρου Γ. Ντάγιου
Κύριε Ντάγιο, σας ευχαριστούμε που θα μας μιλήσετε για το νέο σας βιβλίο «Κυνηγώντας χίμαιρες: Αλβανοί πολιτικοί φυγάδες στην Ελλάδα 1945-1991», Literatus: Θεσσαλονίκη, 2021, αλλά και γενικότερα για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Σε πρόσφατο άρθρο μας, αναφερθήκαμε εκτενώς σε σας. Θεωρούμε ότι γνωρίζετε, όσο ελάχιστοι, τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, στο «σκοτεινό διάστημα» 1945-1990.
Ερώτηση: Μιλήστε μας λίγο για το καινούργιο σας βιβλίο. Απ' ό,τι είδαμε, όπως και στα προηγούμενα, χρησιμοποιείτε πηγές αλβανικές, ανεξερεύνητες ως τώρα, αλλά και στοιχεία από μυστικές υπηρεσίες, όπως η CIA.
Απάντηση: Πρωτίστως, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τις κατά καιρούς αναφορές σας στην ταπεινή ιστορική έρευνά μου, που αφορά τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Η έρευνα και η μελέτη των ελληνοαλβανικών σχέσεων εμφανίζεται υποβαθμισμένη, λόγω των πληθυσμιακών και γεωγραφικών μεγεθών της Αλβανίας, αλλά και λόγω μιας σειράς άλλων παραγόντων, που έχουν σχέση κυρίως με «προλήψεις», στερεότυπα και κατεστημένες διαχρονικές αντιλήψεις, η αποδόμηση των οποίων και η υιοθέτηση νέων πορισμάτων, απορρεόντων από την επιστημονική γνώση δεν είναι εύκολη. Οι αρχειακές συλλογές, ωστόσο, συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου και μιλούν για ενεργό ρόλο του αλβανικού παράγοντα στα ελληνικά πράγματα. Όπως τονίζω πάντα, η Αλβανία, μολονότι ανήκε στο ανατολικό συγκρότημα (1945-1991), είχε όλη την εύνοια της δυτικής διπλωματίας.
Το παρόν βιβλίο είναι το πέμπτο κατά σειρά, το οποίο αναφέρεται σε μία τελείως άγνωστη πτυχή των διμερών σχέσεων. Συγκεκριμένα, στο ευρύτερο ελληνικό κοινό είναι γνωστοί μόνον οι Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία (1991) από έρευνες και μελέτες –κυρίως κοινωνιολογικές και πολιτικές– στο πλαίσιο του ευρύτερου προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος της χώρας. Ακροθιγώς, γνωρίζουμε ελάχιστα και για τους μουσουλμάνους Αλβανούς –και τους μουσουλμάνους Τσάμηδες– που εμπλέκονται στην ανταλλαγή των πληθυσμών τη δεκαετία του '20. Δεν γνωρίζουμε, όμως, τίποτε για τους χιλιάδες Αλβανούς πολιτικούς φυγάδες, οι οποίοι δραπέτευσαν από την Αλβανία στην Ελλάδα το διάστημα της κομμουνιστικής επιβολής (1945-1991), και τους οποίους περιβάλλει ένα πέπλο μυστηρίου, αμνησίας, ίσως και ενοχής.
Αντικείμενο, λοιπόν, του παρόντος μελετήματος είναι ακριβώς αυτοί οι αλβανοί πολιτικοί φυγάδες. Το βιβλίο πραγματεύεται τις συνθήκες δραπέτευσης και παρεπιδημίας των αλβανών πολιτικών φυγάδων στην Ελλάδα, όλο το διάστημα της ψυχροπολεμικής έντασης, παρέχει αναλυτικές στατιστικές προσεγγίσεις, βασιζόμενες σε πρωτογενές αρχειακό υλικό και σε αξιόπιστη βιβλιογραφική τεκμηρίωση και είναι καρπός πολυετούς αναδίφησης σε ευαίσθητα και απόρρητα έως τώρα αρχεία της Αλβανίας, Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας, Ηνωμένων Πολιτείων (CIA), Μεγάλης Βρετανίας (MI6) κ.λπ.
Ερώτηση: Το κομμουνιστικό καθεστώς Χότζα, για 40 περίπου χρόνια κυβέρνησε την Αλβανία. Πιστεύετε ότι ήταν το πλέον οπισθοδρομικό απ' όλα τα λεγόμενα «σοσιαλιστικά» καθεστώτα;
Απάντηση: Η αλβανική κομμουνιστική εξουσία δεν παρήγε μόνον οικονομική εξαθλίωση, ιδεολογική και πολιτική καταστολή, αλλά και μια στρατιά πολιτικών φυγάδων, οι οποίοι διέφυγαν προς τις χώρες του δυτικού κόσμου· ο αριθμός τους ανέρχεται σε 13.692. Μέρος αυτών ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα. Το αλβανικό κομμουνιστικό πρότυπο –κακέκτυπο του σταλινικού απολυταρχικού καθεστώτος έως το τέλος– θα μπορούσε να συγκριθεί με το μοντέλο Τσαουσέσκου στη Ρουμανία, αλλά και πάλι στη σκληρότητα και τη βαρβαρότητα υπερέβη κάθε όριο. Κατά τρόπο ανεξήγητο, υπήρχαν, όμως, δυτικοί λόγιοι, οι οποίοι θεωρούσαν την Αλβανία χώρα «πολιτικού προσκυνήματος», παρ' όλη την αποκρουστική πληροφόρηση που είχαν από τους δραπέτες Αλβανούς στις χώρες του δυτικού κόσμου για την καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών στο εσωτερικό της χώρας.
Ερώτηση: Ας επιστρέψουμε στο καινούργιο σας βιβλίο. Ομολογουμένως στις 500 περίπου σελίδες του, υπάρχουν πολλά καινούργια και εντυπωσιακά στοιχεία. Να ξεκινήσουμε από τους Βορειοηπειρώτες, που ριψοκινδύνευαν για να έρθουν στην Ελλάδα. Πολλοί, δυστυχώς έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια τους αυτή. Πιστεύετε ότι η ελληνική μειονότητα καταπιεζόταν περισσότερο επί Χότζα απ' ότι προπολεμικά;
Απάντηση: Το πόνημα περιέχει πυκνή πληροφόρηση, στοιχεία, καταστάσεις, αριθμητικά μεγέθη –συγκρινόμενα και με τις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού στερεώματος.
Οι βορειοηπειρώτες πολιτικοί φυγάδες, διαφεύγοντες και αυτοί από την Αλβανία, δεν συνιστούν αντικείμενο της μελέτης, πάρα μόνον σε συγκριτικές μνείες, καθώς οι λόγοι φυγής τους από την Αλβανία και ο τρόπος αντιμετώπισής τους από το επίσημο ελληνικό κράτος διαφέρουν. Ωστόσο, οι συνθήκες διαφυγής (διέλευσης της οροθετικής γραμμής) και η βαρβαρότητα του τρομοκρατικού μηχανισμού φύλαξης των συνόρων (φόνοι, εκτελέσεις και βεβηλώσεις πτωμάτων) ήταν η ίδια με τους υπόλοιπους Αλβανούς.
Στην αλβανική κατεστημένη ιστοριογραφία διακινείται ο μύθος ότι η Ελληνική Εθνική Μειονότητα της Αλβανίας (ήτοι ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός) έτυχε προνομιακής αντιμετώπισης από το αλβανικό κράτος. Φαινομενικά, η μειονότητα λειτούργησε ως πολιτική βιτρίνα του αλβανικού καθεστώτος (ή ας το πω με έναν όρο σημερινό ως «πολιτική ατραξιόν»), αλλά στην ουσία οι Βορειοηπειρώτες υπέστησαν απίστευτη εθνική, πολιτική, συνειδησιακή και θρησκευτική απαλλοτρίωση, η οποία αποσκοπούσε στην αποψίλωση του εθνισμού τους. Οι κατηγορίες και οι διώξεις εις βάρος τους αποσκοπούσαν στη συστηματική καταπολέμηση του εθνικού τους φρονήματος και λιγότερο σε ιδεοληψίες και πολιτικές πεποιθήσεις. Τα στοιχεία για τις εκτελέσεις, φυλακίσεις και διώξεις των Βορειοηπειρωτών είναι αμείλικτα. Συγκρινόμενα με τον μέσο εθνικό όρο των Αλβανών θυμάτων, ανατρέπουν τους μύθους που κατίσχυσαν όλα αυτά τα χρόνια, αλλά αυτό αποτελεί αντικείμενο μελλοντικής συστηματικής έρευνας προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.
Ερώτηση: Το βασικό θέμα του βιβλίου σας είναι, βέβαια, οι Αλβανοί πολιτικοί φυγάδες στην Ελλάδα, που ήταν αρκετές χιλιάδες. Θεωρείτε ότι ήταν απλώς ιδεολογικοί αντίπαλοι του καθεστώτος ή ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποιοι άλλοι;
Απάντηση: Οι Αλβανοί πολιτικοί φυγάδες –όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου– αποτελούν αχαρτογράφητο πεδίο. Για πρώτη φορά καθίστανται αντικείμενο συγκροτημένης ακαδημαϊκής προσοχής, καθώς έως τώρα η εικόνα τους ήρθε μέσω της διύλισης της ιστορίας. Μάλιστα, είναι η πρώτη προσπάθεια, από ό,τι γνωρίζω, προσέγγισης των πολιτικών φυγάδων σε όλη την πρώην Ανατολική Ευρώπη, αν εξαιρέσουμε μία συλλογική πραγματεία της Πολωνού ιστορικού Άννα Μαζουρκίεβιτς (Anna Mazurkiewicz), η οποία, όμως, μνημονεύει γενικά την περίπτωση της Αλβανίας. Έως το 1991, επικράτησε η καταφρονητική αντιμετώπισή των φυγάδων στη χώρα καταγωγής τους, στην οποία δεν έγιναν ποτέ απόλυτα αποδεκτοί από τη συλλογική συνείδηση του απλού Αλβανού, λόγω ενός ενοχικού, κατ' επίφαση πολλές φορές, παρελθόντος τους, αποκαλούμενοι και ως «κοτζαμπάσηδες». Η παραδοσιακή μετανάστευση των Αλβανών έως το 1939, κατέστη σταδιακά πράξη μειοδοσίας και απιστίας, λιποταξία από τον κοινό σκοπό, πράξη καταδικαστέα και κολάσιμη. Η μεν κατεστημένη κομμουνιστική βιβλιογραφία τούς θεωρεί μιάσματα, μειοδότες, «απατεώνες χωρίς διαβατήριο» και «περιττώματα του έθνους», η δε δεξιά «ανδρείκελα και μυστήριους κοντοπίθαρους».
Ευρισκόμενοι χωρίς καμιά νομική προστασία, οι Αλβανοί πολιτικοί φυγάδες χρησιμοποιήθηκαν και από τους μεν και από τους δε ανηλεώς. Μεταξύ της αριστερής και της δεξιάς αντίληψης, δηλαδή των δύο άκρων, εξελίχθηκαν χιλιάδες ανθρώπινες τραγωδίες, ξεχείλισε βουβά η οδύνη των αθώων ανθρώπων, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα και την οικογένειά τους και στοιβάχτηκαν σε αφιλόξενους καταυλισμούς, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης, υπομένοντας με καρτερία και απομονωμένοι το αβέβαιο μέλλον, περιφερόμενοι άβολα σαν ανθρώπινα ναυάγια. Σε αυτή την γκρίζα ενδιάμεση ζώνη εδράζεται, κυρίως, η παρούσα πραγματεία. Η κοινότητα των αλβανών πολιτικών φυγάδων, αποτελούμενη από δραπέτες αμφίβολης αρετής, αλλά και από άλλους, θωρακισμένους με συγκινητική αξιοπρέπεια, από «ζιζάνια» και ανθρώπους με έλλειψη διανοητικής επάρκειας, αλλά με δαιμονικό πείσμα, αετονύχηδες, αλλά και προσωπικότητες με αδαμάντινο ήθος, παρουσιάζει ορατή ετερογένεια. Πράξεις ηρωισμού επιτέλεσαν μόνον όσοι δεν συμφώνησαν με το κρατούν καθεστώς και διέφυγαν από τη χώρα, κινούμενοι από πολιτικά και ιδεολογικά ελατήρια, δηλαδή επειδή εμφορούντο από διαφορετικό πολιτικό και ιδεολογικό φρόνημα έναντι του κυρίαρχου, ή όσοι υπερασπίσθηκαν ανθρώπινες αξίες και ιδέες, σε αντιδιαστολή με τους δωσίλογους, μαυραγορίτες, τσαρλατάνους και αγύρτες, οι οποίοι σκοπό είχαν να διαφύγουν της εκδίκησης και της τιμωρίας. Άξιοι θαυμασμού δεν είναι οι ισχυροί και οι ιδιοτελείς που βολεύτηκαν σε διοικητικά γραφεία των ξένων υπηρεσιών ως «συμβουλάτορες των αλβανικών υποθέσεων», αλλά οι ανιδιοτελείς που κουβαλούσαν την οδύνη του παρελθόντος, τις απόλυτες στερήσεις και που πορεύονταν μόνο με αγνά όνειρα για το μέλλον, όσοι με ακαταπόνητη ενεργητικότητα και ακατάβλητο πείσμα αγωνίσθηκαν για το όραμά τους.
Φυσικά, υπήρχαν και αρκετοί, οι οποίοι είχαν διεισδύσει στους κόλπους τους ως απεσταλμένοι των αλβανικών μυστικών υπηρεσιών για να τους ελέγχουν, με αποκορύφωμα το 1954 και τη σύμπραξη των αλβανικών και βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών στον καταυλισμό του Λαυρίου. Οι ελληνικές υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας, όμως, είχαν ακριβής πληροφόρηση για τη δράση τους και πέρα από μια ενόχληση δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερο κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας.
Ερώτηση: Ποια ήταν η αντιμετώπιση του ελληνικού κράτους προς τους, αμιγώς Αλβανούς, πολιτικούς φυγάδες;
Απάντηση: Ο αριθμός των Αλβανών πολιτικών φυγάδων που υποδέχθηκε η Ελλάδα μπορεί να εκτιμηθεί σε 4.000-5.000, ίσως και παραπάνω. Είναι, όμως, αδύνατο να υπολογισθεί ο αριθμός των αγνοουμένων που χάθηκαν κατά τη διαδρομή, οι οποίοι δεν βρέθηκαν, ούτε ταυτοποιήθηκαν ποτέ, καθώς είτε έπεσαν στις χαράδρες, είτε πέθαναν, ή τους κατασπάραξαν τα όρνεα τη νύχτα στα φαράγγια και στις απόκρημνες περιοχές. Στις συνθήκες του ελληνικού μετεμφυλιακού κράτους και των σωρευμένων προβλημάτων που είχε προκαλέσει η εθνική τραγωδία του εμφυλίου με ό,τι συνεπάγεται αυτό, η περίθαλψή τους ήταν ένα πρόσθετο βάρος. Αρκεί να αναφέρω ότι το 1928, ένας στους πέντε έλληνες υπηκόους ήταν πρόσφυγας, ενώ το 1945 υπολογίζονταν 1.200.000 πρόσφυγες, «απομεινάρια του χαμού», όπως τους χαρακτήριζε ο τύπος της εποχής. Η καθημαγμένη Ελλάδα δεν μπορούσε να τους συντηρήσει, ούτε να τους απορροφήσει. Βραδύτερα, μετά τη λήξη του Εμφυλίου, καίτοι του «πληθυσμιακού πλεονάσματος», η αδύναμη Ελλάδα απορφανιζόταν από το πιο εύρωστο εργατικό δυναμικό της.
Παρά ταύτα, έπρεπε να φιλοξενήσει και κάποιες χιλιάδες φυγάδων και προσφύγων από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και ομογενών από την Ίμβρο, την Τένεδο και την Αίγυπτο. Η υποδοχή αλβανών πολιτικών φυγάδων, ενώ η χώρα βρισκόταν σε συνθήκες οικονομικής ένδειας και παράλληλα υφίστατο η εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία (αλλά και οι ελληνικές διεκδικήσεις σε μορφή εδαφικού κέρδους προς την Αλβανία, όπως εκφράστηκαν επισήμως στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων το 1946), θα πρέπει να θεωρηθεί πράξη υπέρβασης από την Ελλάδα και τον φιλόξενο ελληνικό λαό. Οι σχέσεις των δύο χωρών διέτρεχαν την πιο ψυχρή περίοδο εντάσεων έως το 1971 (όταν επήλθε η διπλωματική ανασύνδεση), αλλά, μολοντούτο, ούτε η προσφυγική ροή από την Αλβανία εξέλειψε, ούτε ο τρόπος φιλοξενίας και αποκατάστασης άλλαξε.
Ήταν ακόμα νωπά τα ενθυμήματα της συμμαχίας της Αλβανίας με την Ιταλία στην πολεμική σύγκρουση του 1940-1941. Πολλοί φυγάδες ευγνωμονούν την Ελλάδα για τη στάση αυτή και αυτό συνιστά μία γενναία παραδοχή, ότι η Ελλάδα τούς γλύτωσε από το λεπίδι της κομμουνιστικής γενοκτονίας, ενώ η γειτονική Γιουγκοσλαβία, όχι μόνον τους γύρισε την πλάτη, αλλά συμπεριφέρθηκε ανήθικα και ύπουλα. Η αποκατάσταση των αλβανών πολιτικών φυγάδων στην Ελλάδα ήταν μια πραγματιστική αναγκαιότητα, υποδεικνυόμενη όχι μόνον από τα διεθνή ειωθότα, αλλά κυρίως από τους όρους φιλοξενίας και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Η Ελλάδα υποσχόταν φιλοξενία και προσωρινή εγκατάσταση σε όλους του αλβανούς πολιτικούς φυγάδες έως ότου επιλέξουν να μετεγκατασταθούν οριστικά σε άλλη χώρα ασύλου. Συμπερασματικά, οι αλβανοί φυγάδες βρήκαν στην Ελλάδα έναν πολιτισμό ανώτερης λογιοσύνης σε σχέση με τον δικό τους, άσχετα αν πολλοί εξ αυτών είχαν φοιτήσει στο εξωτερικό. Η Ελλάδα ήταν σίγουρα καλύτερη χώρα, δημοκρατικότερη, αλλά όχι ιδεατή.
Ερώτηση: Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου σας, έχει τίτλο: «Το απονενοημένο ανατρεπτικό κίνημα». Θέλετε να μας πείτε περισσότερα στοιχεία γι' αυτό;
Απάντηση: Παρά την αδιαμφισβήτητη φιλοξενία και αποκατάσταση, σε πολλές περιπτώσεις καταστρατηγήθηκαν βασικές αρχές της ανθρώπινης ηθικής στον βωμό της πολιτικής χρήσης και κυρίως των σκοπιμοτήτων, ιδίως την περίοδο 1949-1958, όταν η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τους αλβανούς φυγάδες ως καταδρομείς και αλεξιπτωτιστές για την ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, στα πλαίσια του αδυσώπητου Ψυχρού Πολέμου, της γεωστρατηγικής και της γεωπολιτικής των δύο υπερδυνάμεων της εποχής, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης. Οι ξένες υπηρεσίες χρησιμοποίησαν τότε, χωρίς καμία αναστολή, τους απροστάτευτους αλβανούς πολιτικούς φυγάδες από τους προσφυγικούς ταμιευτήρες του Λαυρίου, της Σύρου και αλλαχού, οι οποίοι παγιδεύτηκαν στη μέγγενη των κατασκοπευτικών παιγνίων και του τρόμου της ψυχροπολεμικής σύγκρουσης.
Η κατασκοπολογία και ο χαφιεδισμός δεν αποτελούν ερευνητικό στόχο του παρόντος μελετήματος, το οποίο δεν αποφαίνεται για τη δικαίωση ή ενοχή των όποιων επιλογών των πρωταγωνιστών, μα επιχειρεί να κατανοήσει τις συνθήκες και τον τρόπο εμπλοκής τους ως σημαντικών πρακτόρων ή ασήμαντων πληροφοριοδοτών ξένων υπηρεσιών σε ένα ευρύτερο ψυχροπολεμικό περιβάλλον. Η πλειοψηφία των στρατολογημένων αλβανών φυγάδων καταδεικνύει συνειδητή σχέση συνεργασίας, σχετιζόμενη, πρωτίστως, με τις ανάγκες βιοπορισμού τους (ως αμειβόμενοι συνεργάτες) και, δευτερευόντως, με την πεποίθηση ότι έτσι θα ανέτρεπαν το κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας τους. Στο «παίγνιο» αυτό η Ελλάδα στάθηκε πολλές φορές αμήχανη και παλινδρομούσα: ποιο το κέρδος της σε περίπτωση ανατροπής του ερυθρού καθεστώτος των Τιράνων και η αντικατάστασή του από ένα άλλο πιο εθνικιστικό, το οποίο θα αντιδρούσε με τη μορφή αντιποίνων εις βάρος της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας της Αλβανίας;
Ερώτηση: Όπως διαβάσαμε στο βιβλίο σας, δραπετεύσεις έγιναν και μέσω Γιουγκοσλαβίας. Ποιες ήταν οι σχέσεις των δύο χωρών, ουσιαστικά οι σχέσεις Τίτο-Χότζα, με δεδομένη πάντα την ύπαρξη του Κοσόβου;
Απάντηση: Η γιουγκοσλαβική περιφερειακή υπερίσχυση πάντα διαδραμάτισε ρόλο στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, συνήθως αρνητικό. Πολλές δραπετεύσεις, κυρίως αλβανών φυγάδων από τη βόρεια Αλβανία, αλλά και από τις παραμεθόριες περιοχές της Ντίμπρα, Πόγραδετς και Κορυτσάς, πραγματοποιούντο μέσω Γιουγκοσλαβίας, η οποία επιλεγόταν ως η ασφαλέστερη και λιγότερο επικίνδυνη διαδρομή· δεν ήταν, όμως, πάντα τέτοια. Κατά την περίοδο 1945-1948, οι καταφεύγοντες αλβανοί φυγάδες στη Γιουγκοσλαβία παραδίδονταν στις αλβανικές αρχές από την κυβέρνηση του Βελιγραδίου. Μετά τη ρήξη Χότζα-Τίτο, την άνοιξη του 1948, οι γιουγκοσλαβικές υπηρεσίες ασφαλείας και κατασκοπείας περιόριζαν τους αλβανούς φυγάδες σε προσφυγικούς καταυλισμούς, συνήθως κατά μήκος των συνόρων. Ωστόσο, ενδομύχως και βάσει μυστικών συμφωνιών μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, Αλβανίας και Γιουγκοσλαβίας, κάποιοι εξ αυτών επαναπροωθούντο επιλεκτικά στην Αλβανία, αφού είχαν εξετασθεί πρώτα εξονυχιστικά από ειδικά κλιμάκια των γιουγκοσλαβικών μυστικών υπηρεσιών. Οι αλβανοί πολιτικοί φυγάδες εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια για την πολιτική της Γιουγκοσλαβίας ως προς την αντιμετώπισή τους.
Ερώτηση: Κάποιοι από τους πολιτικούς φυγάδες επέστρεψαν στην Αλβανία, ενώ, όπως διαβάσαμε στο βιβλίο σας, με έναν νόμο του 1956 και του 1959, δόθηκε αμνηστία σε όσους είχαν εγκαταλείψει τη χώρα. Ποια ήταν η απήχηση αυτού του νόμου; Οδήγησε στην επιστροφή πολλών στην Αλβανία;
Απάντηση: Η λήξη των καταδρομικών επιχειρήσεων στην Αλβανία (1956-1958) συνέπεσε με κοσμογονικές αλλαγές στη σοβιετική αυτοκρατορία. Τα πρακτικά του 20ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ), τον Φεβρουάριο του 1956, προκάλεσαν πολιτικό όλεθρο στο, αρραγές έως τότε, ανατολικό συγκρότημα. Το ΚΚΣΕ κατέστη απολογούμενο για το ενοχικό και δολοφονικό παρελθόν του, ως κόμμα στρατοπέδων και καταπάτησης των ελευθεριών των μελών του. Όμως οι ταξικές διαμάχες δεν κόπασαν. Ο Χρουστσόφ δεν μετετράπη σε δημοκράτη· την ίδια μέρα δήλωνε ότι «απέναντι στον ιμπεριαλισμό παραμένουμε όλοι σταλινικοί». Η τελευταία αυτή φράση παρείχε πολιτικό οξυγόνο στον σταλινικό Χότζα, ο οποίος, το 1956, ψήφισε τον Νόμο περί αμνηστίας των φυγάδων, ο οποίος λειτούργησε ως δόλωμα, για να παγιδέψει όσους (λίγους) εξαπατήθηκαν, πίστεψαν και επαναπατρίσθηκαν με αποτέλεσμα να καταλήξουν στις αλβανικές φυλακές.
Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε στο πνεύμα μιας ευρύτερης πρωτοβουλίας των χωρών του ανατολικού συνασπισμού για την αμνήστευση και παλιννόστηση, η οποία συνέλαβε εξαπίνης τις μυστικές υπηρεσίες των δυτικών χωρών, καθώς διοχετεύθηκε με ισχυρή προπαγάνδα για τα πολιτικά πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού, του ανθρωπιστικού του προσώπου, των αλτρουιστικών του προθέσεων και τις ευκαιρίες που παρείχε σε όλο αυτόν τον όχλο να επαναπατρισθεί και να προσφέρει τις υπηρεσίες στην πατρίδα του. Πρώτη η Βουλγαρία το 1953, ψήφισε τον νόμο περί αμνηστίας των πολιτικών φυγάδων, με τον οποίο αμνηστεύονταν πολλές κατηγορίες δραπετών, στους οποίους επιτρεπόταν να επαναπατρισθούν, απαλλασσόμενοι από πολιτικές ή και ποινικές ευθύνες. Στην Ουγγαρία ο νόμος περί αμνηστίας των πολιτικών φυγάδων ίσχυσε έως την 31η Μαρτίου του 1957, στην Πολωνία έως την 22α Ιουλίου 1957, στη Ρουμανία έως τα τέλη του 1958, ενώ η Σοβιετική Ένωση δεν όριζε καταληκτική ημερομηνία ισχύος του νόμου. Από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο του 1955, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία και η Ρουμανία αμνήστευσαν σχεδόν όλους τους πολιτικούς φυγάδες. Το ίδιο ίσχυσε, στη συνέχεια, και στη Σοβιετική Ένωση.
Το 1956, λοιπόν, και στον απόηχο της μεγάλης επιτυχίας στο ανατρεπτικό κίνημα, η αλβανική Βουλή ψήφισε τον νόμο 2205/5-1-1956 «Για την αμνηστία των αλβανών φυγάδων στην αλλοδαπή», σύμφωνα με τον οποίο αμνηστεύονταν οι ποινικές ευθύνες όλων των αλβανών δραπετών που βρίσκονταν στο εξωτερικό, εάν επέστρεφαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας έως την 31η Δεκεμβρίου 1957. Στους επαναπατρισθέντες εγγυούντο όλα τα δικαιώματα, τα οποία απολάμβαναν και οι υπόλοιποι αλβανοί πολίτες. Με το Διάταγμα 3005/23-11-1959 «Για την αμνηστία των αλβανών φυγάδων της αλλοδαπής», το οποίο ψηφίσθηκε με την ευκαιρία της απελευθέρωσης της χώρας, κοινοποιήθηκε επικαιροποιημένος κατάλογος των ανεπιθύμητων (συνολικά 207, όσοι εμπεριέχονταν και στη λίστα του 1956), οι οποίοι δεν υπάγονταν στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου για τον επαναπατρισμό. Ανεξάρτητα από τις αμνηστευτικές πομφόλυγες και τη συστηματική προπαγάνδα, τα έννομα αποτελέσματα από την αμνηστία ήταν ισχνά, σε όλη τη σοβιετική ζώνη, ιδίως στην Τσεχοσλοβακία. Οι φυγάδες αρνούντο να επαναπατρισθούν. Στη δυτική Αυστρία, επί παραδείγματι, και στην αμερικανική ζώνη ελέγχου της Γερμανίας, δέχθηκαν να εξετασθούν μόνον έξι φυγάδες από τη μεικτή επιτροπή επαναπατρισμού και μόνον δύο να επαναπατρισθούν στη Σοβιετική Ένωση. Στην Αλβανία, όσοι εξαπατημένοι έκαναν χρήση των «ευεργετικών διατάξεων του νόμου» πλήρωσαν βαρύ τίμημα.
Ερώτηση: Αν και πολλοί φυγάδες κατέφυγαν αρχικά στην Ελλάδα, στη συνέχεια έφυγαν για την Αμερική, την Αυστραλία κλπ. Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου σας. Όπως και η δράση του μακαριστού Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανού, ο οποίος στην κυριολεξία έσωσε με παρεμβάσεις του προς τις ελληνικές κυβερνήσεις Αλβανούς που δραπέτευσαν στη χώρα μας. Έχετε να κάνετε κάποια σχόλια γι' αυτά τα γεγονότα;
Απάντηση: Η Ελλάδα, όπως και όλες οι δυτικές χώρες, προσέφεραν προσωρινή εγκατάσταση στους αλβανούς πολιτικούς φυγάδες, έως ότου ρυθμιστεί ο τελικός μεταναστευτικός προορισμός τους και η υπερπόντια μετανάστευση. Σε αυτό το σύντομο διάστημα, της αναγκαστικής παρεπιδημίας, η ελληνική κοινωνία επέδειξε αρετές φιλοξενίας και φιλικής υποδοχής. Οι περιπτώσεις επαναπροωθήσεων και αναγκαστικού επαναπατρισμού ήταν ελάχιστες, σχετιζόμενες κυρίως με υποψίες απεσταλμένων με μυστικές αποστολές και ουχί για πολιτική σκοπιμότητα στον βωμό της βελτίωσης των σχέσεων. Η Ελλάδα υπήρξε μέλος της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες (1951), την οποία κύρωσε με το Ν. Δ. 3989/1959, και δεσμευόταν από τους ορισμούς της.
Ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανός, σε πείσμα ενός άδικου προπαγανδιστικού περιβλήματος που τον κατατρύχει, πρωτοστάτησε σε πολλές περιπτώσεις φιλοξενίας και οργάνωσε μαζικές παραστάσεις υπέρ της χορήγησης καθεστώτος ασύλου σε πολλούς αλβανούς πολιτικούς φυγάδες, όταν η ελληνική κυβέρνηση παλινδρομούσε αμήχανη για την απέλασή τους ύστερα από φορτικές πιέσεις των Αλβανών, τους οποίους χαρακτήριζε ως εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου.
Ερώτηση: Θα χρειαζόμασταν πολλές ώρες για να μας μιλήσετε λεπτομερέστερα για το βιβλίο σας. Θα θέλαμε να κλείσουμε με μία ερώτηση για το σήμερα. Πώς βλέπετε τις ελληνοαλβανικές σχέσεις; Ποια είναι η διείσδυση της Τουρκίας στη γειτονική χώρα;
Απάντηση: Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, κατά τη δική μου άποψη, εμφανίζονται πάντα «κατ' επίφαση προβληματικές», προβληματισμός τροφοδοτούμενος κυρίως από διαχρονικές δυσπιστίες και φαντασιώσεις, ενώ δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος τέτοιας στενοχώριας. Η Ελλάδα και η Αλβανία είναι δύο χώρες με τις περισσότερες ομοιότητες στην περιοχή και με μακραίωνη ιστορική συμβίωση, η οποία θα αποτελούσε τον άξονα μίας ευρύτερης βαλκανικής συνεννόησης. Ενθυμίζω ότι Γαλλία και Γερμανία –χώρες που τις χώριζε άβυσσος μίσους μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο– το 1950 (πέντε χρόνια μετά τη φρίκη του πολέμου) αποτέλεσαν τον άξονα της ευρωπαϊκής ένωσης και απέθεσαν το τοξικό παρελθόν στην ακαδημαϊκή κρίση και την ιστορική ετυμηγορία.
Κάτι παρόμοιο ευαγγελίζονταν και τα μεγάλα πνεύματα των δύο χωρών μας στο κύλισμα της ιστορίας, τα οποία, μάλιστα, κατά καιρούς πρέσβευαν και το ρομαντικό όνειρο της ελληνοαλβανικής κοινοπολιτείας, το οποίο θα ορθωνόταν κατά της σλαβικής επεκτασιμότητας (σήμερα κατά άλλων υποκαιουσών επεκτασιμοτήτων). Τα τελευταία όμως χρόνια –και ενώ θα περίμενε κανείς μια σταθερή ευρωπαϊκή πλεύση της Αλβανίας –η πολιτική εκτροχιασμού του σημερινού πρωθυπουργού από το ευρωπαϊκό ιδεώδες της Αλβανίας και οι φανερές ιδεοπολιτικές περιπτύξεις του πλέον με το απολυταρχικό καθεστώς της Άγκυρας ποδηγέτησε τα όποια θετικά βήματα είχαν γίνει τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η αλλαγή πλεύσης του Ράμα σε σχέση με την Τουρκία καθιστά αμήχανη όχι μόνον την Αθήνα αλλά και τις Βρυξέλες και την Ουάσιγκτον.
Ένα πρόσφατο κείμενο του Αλέκου Παπαδόπουλου στον ελληνικό τύπο, με πολλές άγνωστες λεπτομέρειες για το ελληνικό κοινό, σχετικά με την τουρκική διείσδυση στην Αλβανία (πολιτική, οικονομία, στρατό, υπηρεσίες ασφάλειας) εγείρει σοβαρά ερωτηματικά. Η επιρροή της Τουρκίας σε μορφή νοσταλγίας για το κοινό οθωμανικό παρελθόν πριν από τριάντα χρόνια, προβάλλεται τώρα με έντονη παρουσία, «δωράκια» και «επενδύσεις» με κορύφωση την προκλητική ίδρυση τουρκικού προξενείου στην Αυλώνα (μία περιοχή με έντονη ελληνική παρουσία) που αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ιδεολογικού νεοθωμανικού στερεώματος και αυτό συνιστά ανοιχτή δολιοφθορά για το ίδιο το ευρωπαϊκό μέλλον της Αλβανίας, το οποίο ορέγονται οι σοβαροί Αλβανοί διανοούμενοι.
Η ασαφής πολιτική του σημερινού πρωθυπουργού της Αλβανίας δυναμίτισε σε μεγάλο βαθμό τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας του, με όποιες οδυνηρές παρενέργειες συνεπάγεται αυτό, χωρίς να λέω κάτι το πρωτότυπο. Συν τοις άλλοις, αυτό προκαλεί ανοιχτά και το ένα εκατομμύριο Αλβανών μεταναστών, τους οποίους υποδέχθηκε η Ελλάδα τη δεκαετία του '90 (το ήμισυ αυτών έμεινε στη χώρα). Στην ελληνική ειδησιογραφία πέρασε απαρατήρητη η ενέργεια αυτή, αλλά μέρος των Αλβανών διανοούμενων που έζησαν στην Ελλάδα και στη συνέχεια παλιννόστησαν για διάφορους λόγους, όρθωσαν ανάστημα κατά της περίεργης και ακατάληπτης αυτής πολιτικής. Οι άνθρωποι αυτοί που εργάστηκαν σκληρά στην Ελλάδα για να επιβιώσουν, αλλά και εις όφελος της Ελλάδας –και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε θετικά– εμφανίζονται σήμερα απογοητευμένοι απέναντι στην πολιτική Ράμα. Όπως εμφανίζονται απογοητευμένοι και οι χιλιάδες ανώνυμων Αλβανών που σπουδάζουν σε ελληνικά πανεπιστήμια ή ως πολιτογραφημένοι Έλληνες αλβανικής καταγωγής βρίσκονται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα προνόμια του ευρωπαίου πολίτη, προνόμια που δεν θα έχαιραν ως Αλβανοί και είναι πλέον φορείς –η πλειοψηφία τους– του ελληνικού πολιτισμού. Οι Αλβανοί πλέον δεν ζούνε σε υπόγεια και ισόγεια, έχουν τα νοικοκυριά τους και χιλιάδες επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
Πρέπει να ενθυμίσει κανείς στη σημερινή διοίκηση της Αλβανίας ότι οι Αλβανοί είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακή προσφυγική ομάδα που κατέφυγε ποτέ στην Ελλάδα, μετά τους 1.250.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας της δεκαετίας του '20. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν μέσα σε είκοσι χρόνια η Γαλλία να υποδεχόταν οκτώ εκατομμύρια Μαροκινών. Ας μην κάνουμε αρνητικές αναπαραστάσεις για το τι θα γινόταν στη Γαλλία σε μια τέτοια περίπτωση. Η ένταξη των Αλβανών στην Ελλάδα είναι πλέον παραδειγματική. Είναι η μόνη πολυπληθής πληθυσμιακή ομάδα που δεν αποτελεί κοινωνική νησίδα και ο συγχρωτισμός με τους Έλληνες είναι πρότυπο συνύπαρξης. Άρα, η Ελλάδα υπήρξε και στην περίπτωση αυτή ένα κοινωνικό χωνευτήρι, συγκρινόμενο με εκείνο των ΗΠΑ και, παρότι η ορθοδοξία συνιστά ισχυρό παράγοντα του εθνισμού μας, δεν λειτούργησε ως «θρησκευτικός εξαναγκασμός».
Τέλος, ως φύσει αισιόδοξος, εγώ πιστεύω στη νέα γενιά αλβανών πολιτικών, οι οποίοι σταθερά και αταλάντευτα έχουν στρέψει τα μάτια προς την Ευρώπη και στην πορεία αυτή η Ελλάδα ήταν και παραμένει αρωγός της ευρωπαϊκής προοπτικής της Αλβανίας.
Κύριε Ντάγιο, σας ευχαριστούμε θερμά για όσα ενδιαφέροντα μας είπατε. Να θυμίσουμε, ότι το βιβλίο σας με τίτλο Κυνηγώντας χίμαιρες: Αλβανοί πολιτικοί φυγάδες στην Ελλάδα 1945-1991, Literatus: Θεσσαλονίκη, 2021.
Μιχάλης Στούκας / protothema.gr