Πέρασε πάνω από ένας αιώνας από τότε που οι βαλκανικοί λαοί, με πρωτοβουλία του Ελευθέριου Βενιζέλου, συνασπίσθηκαν και από κοινού εκδίωξαν τους Οθωμανούς Τούρκους από τα Βαλκάνια.
Του ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Η παρακμή και συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε βέβαια αρχίσει πολύ νωρίτερα, για να ολοκληρωθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920), με βάση την οποία –αν είχε οριστικοποιηθεί– η σημερινή Τουρκία, διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα ήταν εδαφικά και σε πληθυσμό μικρότερης σημασίας χώρα, ενώ ένα σημαντικό μέρος της θα αποτελούσε το κράτος των Κούρδων ή Κουρδιστάν, ένας ιστορικός και αρχαίος λαός που εξακολουθεί να στερείται τη δική του πατρίδα.
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή και η Συνθήκη της Λωζάννης, που ακολούθησαν, συνετέλεσαν στο να διατηρήσει η Τουρκία ικανή έκταση και σημαντική γεωπολιτική θέση, που της επιτρέπουν να διεκδικεί σήμερα ρόλο μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Ιστορικά, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μόνο οι Αλβανοί είχαν, σχεδόν, ταυτισθεί με τους Οθωμανούς Τούρκους, μεγάλο μέρος των οποίων εξισλαμίσθηκε. Διατήρησαν όμως τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους και απέκτησαν την εθνική τους ανεξαρτησία με τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1913.
Κανένας λαός της Βαλκανικής –σλαβικής ή όχι καταγωγής–, με εξαίρεση ίσως τους Αλβανούς, δεν διατηρεί θετικές αναμνήσεις από την οθωμανική περίοδο της ιστορίας του. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η οθωμανική κατοχή συνδέεται με την καθυστέρηση και την αποκοπή τους από τις εξελίξεις στη υπόλοιπη Ευρώπη, στην οποία ανήκουν, τις προόδους που συντελέστηκαν στις τέχνες, στις επιστήμες, στη διανόηση από τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς από την εποχή της Αναγέννησης και εντεύθεν. Τα Βαλκάνια υποτιμήθηκαν και έγιναν συνώνυμο της καθυστέρησης με τον χαρακτηρισμό «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης».
Μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολική Ευρώπης, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Κροατία και η Σλοβενία εντάχθηκαν στην ΕΕ, ενώ οι υπόλοιπες χώρες των αποκαλούμενων «Δυτικών Βαλκανίων» (Σερβία, Αλβανία, Μαυροβούνιο, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο) εξακολουθούν να είναι υποψήφιες προς ένταξη χώρες. Η Ελλάδα υπήρξε σταθερά υποστηρικτής της ευρωπαϊκής προοπτικής των βαλκανικών χωρών και υπό προϋποθέσεις της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας. Οι προϋποθέσεις είναι ότι η μεν πρώτη θα σεβαστεί τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο, η δε δεύτερη θα τηρήσει και θα εφαρμόσει τις προβλέψεις της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ίδια είναι η στάση και έναντι του Κοσόβου και αυτό παρά το γεγονός ότι δεν το έχει αναγνωρίσει ως ανεξάρτητο κράτος.
Η ένταση που επικρατεί τελευταία στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, δύο από τις πλέον βασικές βαλκανικές χώρες, είναι σημαντική για ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο. Ουδείς όμως, όσο και αν θέλει να εθελοτυφλεί, δεν μπορεί να αγνοήσει τις συνέπειες που θα είχε η πρόκληση ενός θερμού ελληνοτουρκικού επεισοδίου όσον αφορά τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή, όπως και τη συνεργασία μεταξύ των βαλκανικών λαών στον πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό και αμυντικό τομέα. Η συνεργασία μεταξύ τους, εκτός των διμερών σχέσεων, εκφράζεται θεσμικά και προωθείται και διά της Διαβαλκανικής Συνεργασίας, που σήμερα έχει μετονομασθεί σε Νοτιοανατολική Ευρωπαϊκή Συνεργασία ή South-East European Cooperation Process. Βασικά στοχεύει στην προώθηση των σχέσεων καλής γειτονίας και οικοδόμησης εμπιστοσύνης, που θα βοηθήσει στην ευρωπαϊκή ένταξη όσων χωρών δεν είναι ακόμη μέλη της ΕΕ.
Η Διαβαλκανική Συνεργασία ουσιαστικά έχει, σε μεγάλο βαθμό, υποκατασταθεί από τη Διαδικασία του Βερολίνου. Ακούγεται σαν ειρωνεία το γεγονός ότι το τρέχον εξάμηνο η προεδρία της Διαβαλκανικής Συνεργασίας ασκείται από την Τουρκία, η συμπεριφορά της οποίας, τουλάχιστον έναντι της Ελλάδας, κάθε άλλο παρά εμπνέεται από τις αρχές της καλής γειτονίας. Ποια όμως είναι η στάση των άλλων και δη των όμορων βαλκανικών χωρών έναντι της τουρκικής παραβατικότητας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο και της κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Θα αποφύγουμε να αναφερθούμε σε καθεμία χώρα χωριστά γιατί υπάρχουν ιδιαιτερότητες στις σχέσεις τους με την Άγκυρα που επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, πολιτικούς, οικονομικούς, αμυντικής συνεργασίας, πολιτιστικούς, ακόμα και θρησκευτικούς. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν από ουδέτερες έως παθητικές, δηλαδή από έλλειψη συγκεκριμένων αντιδράσεων.
Οι πολιτικοί τους ηγέτες, όπως, π.χ., έπραξε ο αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, όπου μαζί με τον ομόλογό του της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ συμμετείχαν στο Φόρουμ Στρογγυλής Τράπεζας που είχε οργανώσει το Economist, περιορίζονται σε ουδέτερες θέσεις, συνιστώντας στις δύο χώρες διάλογο. Οι απειλές και η παραβατική συμπεριφορά του καθεστώτος Ερντογάν δεν φαίνεται να τους απασχολεί ιδιαίτερα. Ούτε η ρεβιζιονιστική πολιτική του και οι επιδιώξεις της Τουρκίας, που θυμίζουν αναβίωση του οθωμανικού τους παρελθόντος. Οι βαλκάνιοι ηγέτες οφείλουν να σταθμίσουν όχι μόνο τις συνέπειες για τις χώρες τους από την οθωμανική περίοδο αλλά και τις σημερινές βλέψεις του καθεστώτος Ερντογάν για τα Βαλκάνια, καθώς και τις συνέπειες για την ευρωπαϊκή προοπτική και τη θέση τους στην Ευρώπη.
Προ ετών, ο επιφανής σέρβος ακαδημαϊκός Ντάρκο Τανάσκοβιτς, ο οποίος διετέλεσε και πρέσβης της χώρας του στην Άγκυρα, σε σχετικό βιβλίο του με τίτλο «Το Ισλαμικό Τόξο στα Βαλκάνια» περιγράφει τη δυναμική επιστροφή του Ισλάμ και της Τουρκίας στα Βαλκάνια μέσω των ισλαμικών μειονοτήτων ή χωρών, από τη Βόρεια Μακεδονία, την Αλβανία, το Κόσοβο μέχρι και την πλέον μουσουλμανικού θρησκεύματος χώρα, τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη.
Μάλιστα, προκαλεί κατάπληξη η μεταμόρφωση της πρωτεύουσας Πρίστινα πριν και μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, καθώς θυμίζει πλέον πόλη της Μέσης Ανατολής. Στην αύξηση ανέγερσης νέων τζαμιών και στη μουσουλμανική εικόνα της πρωτεύουσας συμμετέχει ενεργά και η Τουρκία με γενναιόδωρες δωρεές και επενδύσεις.
Ο προηγούμενος Πάπας Βενέδικτος είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνοντας ότι μια ενδεχόμενη πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα αλλοίωνε την πολιτιστική ταυτότητα της Ευρώπης. Mutatis Mutandis, αυτό ισχύει και για τα Βαλκάνια, αν οι βαλκανικές χώρες δεν αντιληφθούν ότι οι σχέσεις τους με την Τουρκία δεν σημαίνουν και επιστροφή στο οθωμανικό παρελθόν, όπως θα επιθυμούσε το καθεστώς Ερντογάν.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ