Δεν ξέρω πώς, μα κάθε που μπαίνει ο Γενάρης, με άλλα λόγια κάθε αρχιχρονιά, ο νους μου γυρίζει τριάντα χρόνια πίσω στο χρόνο και σε έναν τόπο πονεμένο και γι' αυτό πολυαγαπημένο. Γυρίζει ο νους κι η σκέψη μου πλανιέται σε αυτόν τον κάμπο τον χιλιοτραγουδισμένο, στης Δερόπολης τον κάμπο. Κι έρχεται πρώτη η εικόνα του αλόγου, του Γρίβα, να συνομιλεί με τον πληγωμένο αφέντη του: "σήκω αφέντη καβαλλίκα...". Μια ομηρική σκηνή που θαρρείς έχει διαχρονικά σημαδέψει τούτον εδώ τον τόπο...
Γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος*
Τριάντα σχεδόν χρόνια πριν. Τότε που έπεσε το ελληνο-αλβανικό σύνορο μαζί με το αλβανικό καθεστώς και τέλειωσε μια εποχή, για να αρχίσει μια νέα. Μετάβαση ιστορική μαζί με την εθιμική. Μετάβαση στην δημοκρατία και την ελευθερία μαζί με την μετάβαση στο νέο χρόνο. Με τον χρόνο άλλαζε κι ο κόσμος.
"Όλοι αντάμα ", ήταν η ευχή που αχολογούσε στα σοκάκια της Δερβιτσιάνης, της Κοσοβίτσας, της Σωτήρας...Οι προφητείες τού Πατροκοσμά παράλλαζαν από χωριό σε χωριό, μα κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, αμφίσημες και αντιφατικές καμία φορά, μα με την πίστη ότι ο Άγιος όχι μόνον όλα τα είχε προβλέψει, και τα καλά και τα κακά, αλλά και τα λόγια του ηχούσαν σαν "φωνή του γένους", σαν προφητείες που ενσάρκωναν τους καημούς και την μοίρα του. Από τις κατάρες και τις ευλογίες μέχρι τις προγνώσεις του μέλλοντος. Θετικές ή αρνητικές ιστορίες και θρύλοι, πάντως μια μυθολογία συνεκτική της ομάδας, που χρόνια είχε στερηθεί το στοιχειώδες δικαίωμα της πίστης και της λατρείας, που τύχαινε να είναι ένα με την εθνική ταυτότητά της....
"Τα βλογημένα αυτά βουνά θα σώσουν πολύ κόσμο", θρυλείται να είχε πει ο Άγιος σε μια από τις ομιλίες του κάτω από μια ιερή πουρναριά. Και να που ήρθε η μέρα να επαληθευτεί. Έπεσε, το σπάσανε, το σύνορο και τα βουνά, η Μουργκάνα κι οι άλλες οριογραμμές που χώριζαν τους Έλληνες από την πατρίδα τους, την Ελλάδα τους έσωσαν..
Έσωσαν όσους έφυγαν. Ωστόσο δεν έφυγαν όλοι. Έφυγαν νέοι και υγιείς. Άλλοι έμειναν πίσω. Οι ηλικιωμένοι κι οι ανήμποροι. Γι' αυτούς υπήρχε άλλη προφητεία του Πατροκοσμά να εκφράσει τον πόνο και τον καημό τους. Μόνο που αυτή είχε μορφή κατάρας:"Σ'αυτόν τον τόπο πέτος να μην λαλήσει". Όπου δεν λαλεί πετεινός σημαίνει ερημία. Η Δερόπολη, χρόνια μετά, έχει ουσιαστικά ενωθεί με την μητέρα πατρίδα, τα "ξενιτεμένα" παιδιά της πηγαινοέρχονται, χτίζουν καινούργια σπίτια, νοιάζονται για τον τόπο αλλά ο τόπος ρημάζει. Αφηγείται Δεροπολίτισσα κυρά: "Καλά είμαστε τώρα μα τι να το κάμεις; Εκάμαμε σπίτια, εκάμαμε, μα τι το θέλεις; Άμα δεν είναι τα παιδιά, σου κρένουν οι τοίχοι; Ρήμαξε ο τόπος. Να είχαμε τα παιδιά μας και να είμαστε και λίγο κατώτερα, που λέει ο λόγος.
Τώρα, να πάνω εγώ στην Αθήνα, τι να κάμω; Να κλειστώ μέσα; Εδώ επιτέλους έχω το σπίτι μου, έχω τους δικούς μου, θα βγω με μια γειτόνισσα, κάποιος θα 'ρθει. Εκεί κλειέσαι μέσα. Εγώ πήγα στην Αθήνα και δεν σου λέει κανείς "καλημέρα", δεν σε χαμπαρίζει κανένας..."
Ωστόσο, και για όσους "έσωσαν τα βουνά τα ευλογημένα", η πατρίδα δεν τους φέρθηκε και τόσο σαν πατρίδα...Κι αναρωτιέται φίλος Δεροπολίτης σαν άλλος ποιητής: " τι είναι πατρίδα, τι ξενιτιά και τι τ' ανάμεσό τους;"
*O Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων / Άρθρο για το dropolinews.gr