«Τα ιταλικά στρατεύματα αντιμετωπίζοντα την σκληρήν αντίστασιν του αλβανικού λαού έγιναν εν τέλει κύρια του Δυρραχίου, Αυλώνος, των Αγ. Σαράντα, του Αγ. Ιωάννου της Μεδούης και συνεχίζουν την δράσιν των εις το εσωτερικόν της χώρας», γράφει η «Καθημερινή» της 8ης Απριλίου 1939. Η Ιταλική εισβολή στην Αλβανία είχε ξεκινήσει.
Η Αλβανία υπήρξε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για την Ιταλία, τόσο λόγω της Αδριατικής, όσο και λόγω του ότι μπορούσε να λειτουργήσει ως προγεφύρωμα σε περίπτωση μελλοντικής επέκτασης της δεύτερης στη Βαλκανική χερσόνησο. Στη Συνθήκη του Λονδίνου (1915), η Τριπλή Αντάντ υποσχέθηκε την κεντρική και νότια Αλβανία στην Ιταλία ως ανταμοιβή για τη συμμετοχή της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων. Τον Ιούνιο του 1917, Ιταλοί στρατιώτες κατέλαβαν τον έλεγχο σημαντικών περιοχών της Αλβανίας, μετατρέποντας τες ουσιαστικά σε προτεκτοράτο τους. Όμως, λίγα χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1920, θα αναγκάζονταν να αποχωρήσουν λόγω της σθεναρής αλβανικής αντίστασης και των εσωτερικών τους προβλημάτων.
Από το 1925, η Ιταλία θα ακολουθούσε πλέον την οδό της επιρροής μέσω οικονομικής διείσδυσης. Τη διετία 1926-1927 υπογράφτηκαν οι δύο Συνθήκες των Τιράνων, οι οποίες έθεταν την Αλβανία υπό ιταλική «προστασία». Η οικονομική κρίση που ακολούθησε το Κραχ του 1929 οδήγησε σε περαιτέρω εξάρτηση. Ο βασιλιάς Ζογ (Αχμέτ Ζόγου), το 1925, όταν αρχικά είχε εκλεγεί πρόεδρος, σύναψε συμμαχία με τη φασιστική Ιταλία. Ωστόσο, από το 1928, όταν αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς των Αλβανών, σταδιακά –αλλά ανεπιτυχώς– προσπάθησε να αντισταθεί στην πλήρη εξάρτηση της χώρας του από τους Ιταλούς, οι απαιτήσεις των οποίων συνεχώς μεγάλωναν.
Τo 1938, ο Ιταλός υπουργός εξωτερικών, κόμης Τσιάνο, ανέφερε στα γραπτά του ότι η Ιταλία έπρεπε να μετατρέψει την Αλβανία σε προτεκτοράτο της, κατ' αντιστοιχία του Άνσλους (Anschluss – προσάρτηση της Αυστρίας στη Ναζιστική Γερμανία). Ο Ζογ, σε μια προσπάθεια να αναγνωριστεί βασιλιάς από τους Ευρωπαίους, παντρεύτηκε την κόμισσα Γεραλδίνη από τον ουγγρικό οίκο Άπονι (Apponyi). Στις 5 Απριλίου 1939, γεννήθηκε ο γιος του, Λέκα, γεγονός που ενίσχυσε τον φόβο των Ιταλών για εγκαθίδρυση ενός αλβανικού βασιλικού οίκου. Δύο ημέρες αργότερα, και με αφορμή την αρνητική απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο για νέα, στενότερη συμφωνία, η Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία.
Η «Καθημερινή» δημοσίευσε το ανακοινωθέν του «ημιεπίσημου», όπως το χαρακτηρίζει, Πρακτορείου Στεφάνι, σύμφωνα με το οποίο: «Ο βασιλεύς Ζώγου εξέδωκε δύο προκηρύξεις. Μίαν διά της οποίας καλεί τον αλβανικόν λαόν να αντισταθή μέχρις εσχάτων και μίαν προς τον Ιταλικόν λαόν διά της οποίας επιτίθεται δριμύτατα κατά του φασισμού και λέγει ότι η ιταλική νεολαία αποστέλλεται διά να σφαγιασθή εις τα όρη της Αλβανίας».
Οι πληροφορίες του πρακτορείου Reuters επιβεβαίωναν ότι «αι αλβανικαί δυνάμεις αντέστησαν ζωηρώς εις τας πρώτας επιθέσεις των Ιταλών, αι οποίαι εκαλύπτοντο υπό του πυρός του πυροβολικού εις τον Αυλώνα και εις το Δυρράχιον». Το ίδιο, αναφέρει η «Καθημερινή», υποστήριξε και η αλβανική πρεσβεία στο Λονδίνο, τονίζοντας ότι «η χωροφυλακή και ο πληθυσμός της Αλβανίας εξακολουθούν να υπερασπίζουν σπιθαμήν προς σπιθαμήν το Αλβανικό έδαφος». Η στάση της Αλβανίας ήταν ξεκάθαρη, όπως αντικατοπτρίζεται και στο ανακοινωθέν που εξέδωσε η αλβανική κυβέρνηση: «Η Βασιλική Κυβέρνησις της Αλβανίας δεν θα δεχθή ποτέ καθεστώς προτεκτοράτου, κεκαλυμμένου ή πραγματικού, όπως επίσης δεν θα δεχθή κανένα όρον θίγοντα την εδαφικήν ακεραιότητα του Βασιλείου».
Ωστόσο, δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Απριλίου, η βασιλική οικογένεια θα διέφευγε στην Ελλάδα. Στις 12 Απριλίου, η Αλβανία θα έπαυε να υφίσταται ως ανεξάρτητο κράτος. Πλέον, είχε μετατραπεί σε ιταλικό προτεκτοράτο με βασιλιά τον Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄. Οι Ιταλοί, σύμφωνα με το σχετικό άρθρο της «Καθημερινής», της 8ης Απριλίου, διαβεβαίωναν ότι η κατοχή αυτή θα ήταν προσωρινή. Πιο συγκεκριμένα, διαβάζουμε ότι «η Ιταλία προσβλέπει εις το ν' αποκαταστήση εν Αλβανία την δικαιοσύνην, την τάξιν και την ειρήνην».
Η Αλβανία, υπό αυτές τις συνθήκες, θα λειτουργούσε ως το πεδίο διεξαγωγής του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Η ανεξαρτησία θα ερχόταν με το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου, οπότε και το κράτος πέρασε στην κομμουνιστική του φάση.
kathimerini.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟ GOOGLE NEWS