Γιαννιώτες συντοπίτες μου, συνήθως, όταν πάνε στην Αλβανία, λένε θα «μπούνε μέσα». Η Αλβανία είναι «μέσα», δεν είναι ποτέ, πραγματικά ποτέ, «εξωτερικό». Είναι μια ενδοχώρα ακατάληπτη στους περισσότερους, ωστόσο αναγνωρίσιμη. Το «μέσα» δεν έχει την αύρα της περιπέτειας, της πρόκλησης∙ σκέφτομαι χαμογελώντας ότι πολλοί όταν λένε «πάω μέσα», εννοούν ότι πάνε για ύπνο.
Η πρώτη φορά που «μπήκα μέσα» ήταν στο Γυμνάσιο, αφού άνοιξαν τα σύνορα, λίγο μετά ήρθαμε ημερήσια εκπαιδευτική εκδρομή. Η απόφαση να επισκεφτούμε την Αλβανία, που μου κάνει ακόμα εντύπωση, ήταν σχεδόν επαναστατική: ήταν μόλις 1992∙ πηγαίναμε σαν το σολομό, μία κίνηση αντίθετα στο ρεύμα. Τι θυμάμαι∙ φτωχά σχολεία, η παρθένα Αδριατική ακτογραμμή, δεν υπήρχαν –τότε τουλάχιστον– εξοχικά, όλα φάνταζαν σαν ένα ταξίδι στο χωροχρόνο. Λίγο πριν την ανάπτυξη, με και χωρίς εισαγωγικά.
Μισή ώρα μετά τα σύνορα, τo Αργυρόκαστρο, φαντάζει ακόμα σα μια πέτρινη κοσμοπόλη της Οθωμανικής επαρχίας. Εκκλησίες, τζαμιά, δίγλωσσες ταμπέλες. Ανηφόρες και μπλε βουνά στο βάθος με χιονισμένες βουνοκορφές. Γιαγιάδες στα πεζούλια πουλάνε μέλι, βάζουν πέτρες προσεκτικά στα σεμέν μη τα πάρει ο αέρας. Φαντάζομαι να πετάμε με αερόστατα από σεμέν πάνω από την πόλη, πάνω από τα Βαλκάνια. Όλα είναι γνώριμα, εκτός από τα πολυβολεία του Χότζα∙ «μέσα» εξάλλου δεν υπάρχουν εκπλήξεις.
Τα ελληνόφωνα χωριά στη Δρόπολη, θυμίζουν πως οι γραμμές στο χάρτη κάνουν ό,τι κάνουν, έχουν εξουσία, αλλά και πως δεν είναι τίποτα άλλο από διακεκομμένες γραμμές. Στις παρακάτω φωτογραφίες οι γραμμές των συνόρων δεν είναι πλέον ευδιάκριτες: «τοπία μέσα». Μπαίνουμε σαν να έχουμε μπει ξανά και ξανά. Και βγαίνουμε με τις καλύτερες εντυπώσεις∙ βγαίνουμε σε ένα τοπίο συνεχές.