Είναι γεγονός ότι η χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες έχει κάνει σοβαρές προσπάθειες για να εδραιωθεί μια σχέση καλής γειτονίας με την Αλβανία. Υπογράφτηκε συμφωνία ανοίγματος των συνόρων και στη συνέχεια έγιναν πολλές συζητήσεις με σκοπό να δημιουργηθεί ένα κλίμα συνεννόησης και σταθερής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Αυτή η πολιτική της Ελλάδας εφαρμόστηκε από όλα τα κυβερνητικά σχήματα και γι' αυτό έχει το στίγμα της εθνικής επιλογής.
Δυστυχώς, όλα αυτά τα χρόνια οι αλβανικές κυβερνήσεις δείχνουν να διακατέχονται από σοβαρά συμπλέγματα ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Σε κάθε τους βήμα κρύβεται η καχυποψία, η σκοπιμότητα και γενικά η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα. Έτσι παρά τις επαφές και τη συνεργασία σε κάποιους τομείς παραμένει το χάσμα της ουσιαστικής και αποτελεσματικής επικοινωνίας.
Βεβαίως σ' αυτή την απόσταση των δύο γειτονικών κρατών το κεντρικό πρόβλημα είναι ο τρόπος που η Αλβανία από τότε που ιδρύθηκε ως κράτος και προπαντός από τα χρόνια του σταλινικού καθεστώτος του Χότζα αντιμετωπίζει την ελληνική μειονότητα. Ποτέ ως τα σήμερα οι Αλβανοί δεν έχουν αποδεχτεί ότι Έλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων ως τα σήμερα είναι σ' αυτά τα εδάφη ριζωμένοι, με την εθνική τους ταυτότητα καθαρή και αμετάβλητη.
Γι' αυτό και ποτέ δε θέλησαν να βοηθήσουν την ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών ούτε να αναγνωρίσουν τα βασικά τους δικαιώματα, όπως είναι η γλώσσα, η θρησκεία, η καταγωγή. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κάθε ηγετική τάξη της Αλβανίας αντιλαμβάνεται την ανωτερότητα της ελληνικής μειονότητας σε πολλές εκφάνσεις της συλλογικής εικόνας της χώρας τους.
Έτσι επιχείρησαν και επιχειρούν με κάθε μέσο να αφαιρέσουν από τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου εκείνα τα χαρακτηριστικά που κρατάνε άγρυπνη και ζωντανή την εθνική τους συνείδηση. Οι Αλβανοί παραβιάζουν συνεχώς το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο, το οποίο προστατεύει τα δικαιώματα των μειονοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μόνο μ' αυτή την προσέγγιση πρέπει να διαμορφώνει η Ελλάδα την εξωτερική της πολιτική και όχι με στρατηγικές που ισχύουν γενικότερα στις σχέσεις με άλλα κράτη, γειτονικά ή όχι. Και πάντα να έχουμε στο νου μας την πολιτική του Χότζα, ο οποίος, για να κρύβει τον διωγμό των Ελλήνων μιλούσε πάντα για τους «δύο φίλους λαούς».
Όλοι οι Έλληνες αντιλαμβανόμαστε πού στηρίζει αυτή τη διχαστική και εθνικιστική πολιτική η Αλβανία. Η επίσκεψη προ ημερών του Ερντογάν στα Τίρανα, ο τρόπος υποδοχής και οι συμφωνίες που υπόγραψε με τον Ράμα δείχνουν την ταυτότητα της αλβανικής πολιτικής. Οι Αλβανοί έχουν παραδοθεί μέχρι τα νύχια τους στους Τούρκους και είναι πρόθυμοι να δώσουν γη και ύδωρ, αρκεί να έχουν τη στήριξη του Ερντογάν στον μεγαλοϊδεατισμό τους και σε βάρος της Ελλάδας.
Ίσως ακόμη κάποιοι Ευρωπαίοι να μην αντιλαμβάνονται ότι η Αλβανία βλέπει τον κόσμο με δύο μάτια, το ένα με οπτικό ορίζοντα την Ευρώπη και το άλλο με είδωλο τα τζαμιά του Ερντογάν. Η πλήρης υποδούλωση στους Τούρκους έχει ιστορική υποδομή, αφού αυτός ο λαός για πολλούς λόγους είχε υποταχθεί κατά συνείδηση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ οι σημερινές ανάγκες τους αναγκάζουν να αλληθωρίζουν και προς την Ευρώπη.
Είναι προφανές ότι η ηγετική τάξη της Αλβανίας δεν μπορεί να έχει αίσθηση της ιστορίας αφού ποτέ οι Αλβανοί δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ούτε δικό τους πολιτισμό ούτε ιδέες με ανθρώπινα ιδανικά και αξίες. Γι' αυτό και ο Ερντογάν δωρίζει σπίτια και τζαμιά. Γνωρίζει ότι ηγεσίες χωρίς ιστορία εύκολα μετατρέπονται σε δουλοπάροικους και υπηρέτες σε καθεστώτα ολοκληρωτικά.
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση η εξωτερική μας πολιτική θα πρέπει να αξιοποιεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο και να στοχεύει στην ενσωμάτωση της Αλβανίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και στην απομάκρυνσή της από τον εναγκαλισμό με τους Τούρκους.
Και είναι βέβαιο ότι στη γειτονική μας χώρα υπάρχουν υπολογίσιμες δυνάμεις, πολιτικές και κοινωνικές, που σκέφτονται διαφορετικά από το σάπιο αλβανικό κατεστημένο.
Χάρης Λεοντάρης - Πρωϊνός Λόγος