Διεκδικώντας πατρίδες
Το 2021 ο Ελληνισμός γιόρτασε την συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση που ελευθέρωσε το Εθνος και ίδρυσε το κράτος των Ελλήνων. Το 2022 ο Ελληνισμός τιμά τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή και τον διωγμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Μέσα σε αυτά τα 100 μόλις χρόνια, οπότε ο Ελληνισμός κέρδισε μια πατρίδα και έχασε μια άλλη, σκιαγραφείται και η διπλή πορεία της κινητικότητάς του από την μετανάστευση στην προσφυγιά. Στην μια μεριά, βρίσκεται μια ιστορία επιτυχίας, αφού η Επανάσταση βασίστηκε εν πολλοίς στην δόξα και την ισχύ των Ελλήνων που είχαν κατακτήσει επαγγελματική, οικονομική, και πολιτική δύναμη μακριά από την υπόδουλη πατρίδα. Στην άλλη, βρίσκεται η αμιγής τραγωδία της προσφυγιάς, καθώς ένα από τα λαμπρότερα τμήματα του Ελληνισμού μετατράπηκε σε πρόσφυγες, ανεπιθύμητους στα μάτια των ίδιων των συμπατριωτών τους. Στο χρονικό και αναλυτικό ενδιάμεσο βρίσκονται και τα μεταναστευτικά ρεύματα των Ελλήνων προς τα σύγχρονα κράτη της Ευρώπης, της Αφρικής, της Ωκεανίας, και, ασφαλώς, της Αμερικής. Η Ομογένεια στην Αμερική είναι ίσως το λαμπρότερο παράδειγμα της νεότερης ιστορίας μετανάστευσης των Ελλήνων. Στο πρόσφορο έδαφος αυτής της κοινωνίας, οι Ελληνες συχνά αναρριχήθηκαν στην κορυφή του επιχειρηματικού, του επιστημονικού, και του οικονομικού κατεστημένου. Ακόμη, όμως, και αν κατέληξαν εκεί, μετανάστες πρώτης, αλλά κυρίως δεύτερης και μετέπειτα γενεών, η πορεία τους ξεκίνησε από τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε σχεδόν κάθε εθνική ομάδα που αναζήτησε ένα καλύτερο μέλλον στην χώρα των ευκαιριών.
Παρ' ότι υπάρχουν κάποιες συγκριτικώς ελάχιστες εξαιρέσεις, κατά κανόνα, η μετανάστευση στην Αμερική δεν ξεκινά με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που συχνά την χαρακτηρίζουν σήμερα. Οι Ελληνες δεν φτάνουν στις ακτές της ως υποσχόμενοι φοιτητές, συγγενείς κάποιου λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένου προηγηθέντος μετανάστη, ή ως ειδικευμένοι εργαζόμενοι που αναλαμβάνουν εξ αρχής την εργασία που θα αναδείξει τις δυνατότητές τους. Περνούν εβδομάδες σε ένα δύσκολο ταξίδι και όσοι επιβιώνουν αντιμετωπίζουν εχθρική νομοθεσία και κοινωνικές προκαταλήψεις προκειμένου να διεκδικήσουν όχι μόνο την μεγάλη, αλλά ίσως την τελευταία τους ευκαιρία. Κάποιοι έχουν ακολουθήσει τις προτροπές ενός συγγενή που προηγήθηκε, ή κάποιου μεσάζοντα από την τοπική κοινωνία στην Ελλάδα, ο οποίος προμηθεύει την αμερικανική αγορά με φτηνά εργατικά χέρια. Είναι φτωχοί, απομονωμένοι, και εγκλωβισμένοι σε ένα σύστημα που αναπαράγει την εσωστρέφεια και την παραβατικότητα για τις οποίες τους κατηγορεί, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε με τους μετανάστες. Σε αυτό το πλαίσιο, τα διάφορα success stories εξοστρακίζουν και ξορκίζουν τις ιστορίες των δεινών, τα προβλήματα γύρω από την μετανάστευση. Το μέγεθος αυτών των προβλημάτων, όμως, είναι το κατ' εξοχήν μέτρο της επιτυχίας τους. Υπό αυτή την αντίληψη, σε αυτό το αφιέρωμα προσεγγίζουμε τις ανθελληνικές ταραχές στην Όμαχα το 1909, οι οποίες οδήγησαν στον διωγμό της ελληνικής κοινότητας της εποχής.
Οι ταραχές ξέσπασαν όταν ένας ομογενής μετανάστης δολοφόνησε έναν αστυνομικό, ο οποίος τον είχε συλλάβει για την διαδεδομένη τότε κατηγορία του πλάνητα, του άστεγου, περιπλανώμενου ταραχοποιού. Ο ομογενής συνελήφθη ενώ βρισκόταν στο πλευρό μιας νεαρής Αμερικανίδας, της Λίλιαν Μπριζ, η οποία του δίδασκε Αγγλικά, αν και η Αστυνομία περιέγραφε την σχέση τους ως ανάρμοστη. Το έγκλημα του ομογενή, ο οποίος οπλοφορούσε και πυροβόλησε δύο φορές εναντίον του αστυνομικού, είναι αναμφισβήτητα μία πράξη που δικαίως οδήγησε στην καταδίκη και την απέλασή του. Αυτό δεν χωρά διαφορετικές ερμηνείες. Συγχρόνως, όμως, η ίδια η κατηγορία για την οποία συνελήφθη χρησιμοποιείτο συχνά για την ενοχοποίηση μεταναστών, ενώ και οι ταραχές που ξέσπασαν βρήκαν στο συγκεκριμένο γεγονός την αφορμή για να εκφράσουν χρόνιες δυσαρέσκειες για την παρουσία των Ελλήνων, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό έφτασαν στην περιοχή ως απεργοσπάστες εργαζόμενοι στα σφαγεία και συσκευαστήρια κρεάτων της Όμαχα, όπου η συγκεκριμένη βιομηχανία ήκμαζε. Η συνεχόμενη παρουσία και σχετική ευημερία των Ελλήνων στην πόλη παρέμενε για τους Αμερικανούς (και τους Αμερικανοποιημένους, τότε, προγενέστερους μετανάστες από άλλες χώρες, εις εκ των οποίων ήταν και ο αστυνομικός) μια απειλή για την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική τους ασφάλεια και τάξη. Η δολοφονία, λοιπόν, του αστυνομικού Εντουαρντ Λόουρι από τον Τζον Μασουρίδη έγινε αφορμή για να εκφραστεί, με εγκληματικό τρόπο, η αγωνία των Αμερικανών για την παρουσία των Ελλήνων.
Σε συνάντηση επιφανών μελών της τοπικής κοινωνίας, ετέθη ως ζήτημα η ανάγκη απαλλαγής τους από τους μιαρούς Ελληνες, οι οποίοι στα μάτια τους αδιαφορούσαν για τους κανόνες της τάξης, και παρέμεναν αφοσιωμένοι στην δική τους, κλειστή κοινωνία, η οποία μέχρι τότε είχε οργανωθεί και με διάφορα καταστήματα, στα οποία ψώνιζαν και Αμερικανοί.
Η εφημερίδα «Omaha World Herald» περιέγραφε την δολοφονία ως την αντίθεση ανάμεσα σε έναν ήρωα και έναν Ελληνα, γράφοντας πως ο δολοφόνος ήταν «ένας Ελληνας, κάποιος που στη δική του την πατρίδα ποτέ δεν είχε το προνόμιο να σηκώσει το κεφάλι του και να κοιτάξει ψηλά και μπροστά, δολοφόνησε τον αξιωματικό Λόουρι. Ο Ελληνας καλωσορίστηκε από τους νόμους της ελεύθερης χώρας. Του δόθηκε πλαίσιο να ζήσει, να ευημερήσει και να γίνει άνθρωπος. Η ζωή του γέμισε με την λαμπρότητα της ελευθερίας και οι τσέπες του με εύκολο χρυσάφι. Αισθάνθηκε πως ήταν άνθρωπος. Η αλαζονεία του φούσκωσε και παραμέρισε τους ιθαγενείς γιους της χώρας, ή τους χρησιμοποίησε σαν σκαλοπάτια προς την επιτυχία του. Και μετά, όταν ένα ευγενικό χέρι πήγε να τον περιορίσει προς στιγμή για να μην κάνει κακό, η μόνη του σκέψη ήταν να σκοτώσει». Με παρόμοια συναισθήματα, εξέχοντα μέλη της κοινωνίας συγκάλεσαν συνάντηση των κατοίκων στο Δημαρχείο για να συζητήσουν το «ελληνικό ζήτημα» και την απειλή που οι Ελληνες συνιστούσαν για την ίδια τη ζωή και την ευημερία της Νότιας Όμαχα. Ο Μασουρίδης είχε συλληφθεί περί τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, 19ης Φεβρουαρίου 1909, όταν και δολοφόνησε τον Λόουρι. Η συνάντηση είχε οργανωθεί για την Κυριακή, δυο μέρες μετά. Είχε προηγηθεί μια ανεπιτυχής προσπάθεια λυντσαρίσματος του Μασουρίδη, όμως οι ταραχές που ακολούθησαν την συνάντηση είχαν ευρύτερο στόχο, καθώς και η προκήρυξη για την συνάντηση ανέφερε «την ούτως ειπείν ελληνική συνοικία, η οποία μολύνεται από ένα μιαρό πλήθος βρωμιάρηδων Ελλήνων, οι οποίοι έχουν επιτεθεί στις γυναίκες μας, έχουν προσβάλει πεζούς στον δρόμο, συντηρούν καταστήματα τζόγου και πολλές άλλες μορφές φαυλότητας».
Μετά την συνάντηση των κατοίκων της Όμαχα ακολούθησαν ώρες εθνικιστικής βίας, που είχαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό δεκάδων Ελλήνων, την καταστροφή δεκάδων κτιρίων, και οικονομικές ζημίες δεκάδων χιλιάδων δολαρίων (με την αξία της εποχής), όπως είχαν αρχικώς υπολογισθεί. Την επόμενη ημέρα, εκατοντάδες Ελληνες εγκατέλειψαν την ζωή και τις ελπίδες τους, όπως είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στην περιοχή.
Το ζήτημα απασχόλησε την κυβέρνηση της Όμαχα, αλλά και την ομοσπονδιακή αμερικανική κυβέρνηση, ενώ και η ελληνική κυβέρνηση ερεύνησε τις ευθύνες των ταραχών.
Τα γεγονότα έχουν παρουσιασθεί και στο παρελθόν στον αμερικανικό και τον ομογενειακό Τύπο. Ο «Εθνικός Κήρυκας» έχει φιλοξενήσει και στις δικές του σελίδες άρθρα για τις ταραχές και την βίαιη έξωση, ουσιαστικώς, της ελληνικής κοινότητας. Στις σελίδες που ακολουθούν, προσεγγίζουμε ορισμένες πτυχές των γεγονότων, στο ειδικό και το ευρύτερό τους πλαίσιο. Αρχικώς, βρίσκεται η συνέντευξη με τον James Bitzes, συνταγματάρχη εν αποστρατεία της Αεροπορίας των Η.Π.Α., στον πατέρα του οποίου οφείλουμε την αρχική ιστορική καταγραφή των γεγονότων. Ο John G. Bitzes, η οικογένεια του οποίου εγκαταστάθηκε στην Όμαχα λίγα χρόνια μετά τις ταραχές, ήταν ιστορικός και εκπαιδευτικός. Μέσα από προσωπική έρευνα και κατόπιν συλλογής δημοσιογραφικών και άλλων αρχείων, συνέταξε, αρχικώς ως μεταπτυχιακή του διατριβή, την ιστορία των ταραχών, προσφέροντας στον Ελληνισμό την αφήγηση αυτών των σημαντικών γεγονότων. Ακολούθως, μιλάμε με τον διακεκριμένο καθηγητή Ιστορίας, Νέλσον Λίχτενσταϊν, ο οποίος διευθύνει το Κέντρο Μελέτης της Εργασίας, του Εργατικού Κινήματος και της Δημοκρατίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στην Σάντα Μπάρμπαρα.
Η περιγραφή της «Omaha World Herald» για τον Ελληνα, υπό την γενική έννοια, που «έγινε άνθρωπος» μεταναστεύοντας στην Αμερική, εντάσσεται στην ευρύτερη αντίληψη των Αμερικανών για μετανάστες από την Ανατολική και Βόρεια Ευρώπη, τουλάχιστον, τους οποίους αντιμετώπιζε ως ανεπιθύμητους και κατώτερης τάξης. Καθώς η κίβδηλη κοινωνική κατασκευή της «λευκότητας» χρησιμοποιείτο για την κατάταξη των διαφόρων φυλών, αυτή η κατάταξη συμβάδιζε με τις εργατικές τους και άλλες προοπτικές.
Σε μια πολύ σύντομη συζήτησή μας, η Νελ Πέιντερ, ομότιμη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και πρώην πρόεδρος της Ενωσης Αμερικανών Ιστορικών, περιέγραφε πώς οι Ελληνες και άλλοι λαοί «θεωρούνταν λευκοί, απλώς θεωρούνταν ως κατώτερα είδη, κατώτερες φυλές λευκών ανθρώπων. Ηταν λευκοί, αλλά απλώς δεν ήταν το καλύτερο είδος λευκών». Με τον καθηγητή Λίχτενσταϊν συζητάμε αυτήν την «κλίμακα λευκότητας» και τη σημασία της στο πλαίσιο της εργασίας, καθώς ήταν ακριβώς η προοπτική της εργασίας που οδηγούσε τους λαούς στην Αμερική και στα προβλήματα που συναντούσαν στη χώρα. Προχωρώντας στο ευρύτερο πλαίσιο της μετανάστευσης, παρουσιάζονται δύο ακόμα συνεντεύξεις για τους Ελληνες στην Αμερική.
Ο κοινωνιολόγος Πίτερ Μόσκος, συνεργάτης του Πανεπιστημίου Yale για το πρόγραμμα Αστικής Εθνογραφίας και καθηγητής στο Κολέγιο Ποινικού Δικαίου John Jay, είναι συγγραφέας του βιβλίου «Greek Americans: Struggle And Success», μας μιλά για την διαδικασία ανάπτυξης των ομογενειακών κοινοτήτων στις Η.Π.Α.
Τέλος, ο διακεκριμένος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, πρόσφατος υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright και ειδικός σε ζητήματα της ελληνικής προσφυγιάς, θέτει το ιστορικό πλαίσιο της μετανάστευσης των Ελλήνων στην Αμερική.
Του Αλέξανδρου Μόρντουντακ / ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΥΡΗΞ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟ GOOGLE NEWS