Η προσεχής επίσκεψη του Έλληνος πρωθυπουργού στα Τίρανα σκοπόν έχει αφ' ενός την υπογραφή συνυποσχετικού παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης της διαφοράς για την οριοθέτηση ΑΟΖ στην Αδριατική Θάλασσα, αφ' ετέρου την προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας και ειδικότερα την προστασία από τις συστηματικές καταπατήσεις και σφετερισμούς ελληνικών περιουσιών στη Βόρειο Ήπειρο.
Δεν έχει λόγον ο Κυριάκος Μητσοτάκης να διαπραγματευθεί με τον Αλβανό ομόλογό του Έντι Ράμα την οριοθέτηση ΑΟΖ. Με τη διαπραγμάτευση των δύο πρωθυπουργών θα φανεί ότι η Ελλάδα αποδέχεται την υπαναχώρηση των Αλβανών από την προ 15ετίας επιτευχθείσα συμφωνία οριοθετήσεως της ΑΟΖ (κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή και Σαλί Μπερίσα), που είχε παγώσει με απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και δεν είχε υπογραφεί από τον τότε Αλβανό πρόεδρο, τη προτροπή της Τουρκίας. Υπενθυμίζουμε ότι την τουρκική παρασκηνιακή παρέμβαση είχε συνδράμει και ο Έντι Ράμα, τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υπάρχουν δε και άλλα θέματα εκτός από τα αλβανικά καπρίτσια.Ας σημειωθεί ότι οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει να παραπέμψουν τη διαφορά τους στο Διεθνές Δικαστήριο, αλλά τα Τίρανα, λόγω και της πίεσης που τους ασκεί η Άγκυρα, κωλυσιεργούν εδώ και πολύ καιρό. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, λοιπόν, οφείλει να ασκήσει τη μέγιστη δυνατή πίεση για να καθορισθεί δεσμευτικά η διαδικασία παραπομπής στη Χάγη με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο αναγνωρίζει ρητά ότι νησιά ικανά να συντηρήσουν οικονομική ζωή, ακόμα και στοιχειώδη, δικαιούνται ΑΟΖ.
Ενίοτε οι υπομνήσεις είναι αναγκαίες
Εάν η Αλβανία αρνηθεί την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, η ελληνική κυβέρνηση ημπορεί να ανακινήσει όλες τις εκκρεμότητες με την Αλβανία από της εποχής της καταλήψεως της νήσου Σάσων το 1913 μέχρις της εκχωρήσεως στην Αλβανία, με το πρωτόκολλον της Φλωρεντίας –που έπαυσε να ισχύει μεταπολεμικώς– της παραλιακής ζώνης Αυλώνος-Χειμάρας-Αγίων Σαράντα μέχρι Φτελιάς, την οποία είχε απελευθερώσει ο ελληνικός στρατός όχι μία αλλά τρείς φορές το 1913, 1914 και 1940.
Τον Μάϊον του 1946, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Άνιουριν Μπέβιν είχε ζητήσει από το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών των Ηνωμένων Εθνών να εξετάσει τις αξιώσεις της Ελλάδος επί της Βορείου Ηπείρου, η δε Αμερικανική Γερουσία είχε εγκρίνει τον Μάρτιον του 1946, δια δευτέραν φοράν, το ψήφισμα του 1920 "περί αποδόσεως των Δωδεκανήσων και της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα". Η Διάσκεψη Ειρήνης 21 εθνών την 29η Ιουλίου 1946 εις Παρισίους δεν εδέχθη την Αλβανία ως συμμετέχον έθνος, αλλά επέτρεψε «να ακουσθή απλώς στη συζήτηση της ιταλικής συνθήκης ειρήνης την 21η Αυγούστου». Όπερ έπραξε η τότε Γιουγκοσλαβία του Τίτο και ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Μολότωφ.
Η σύναψις διπλωματικών σχέσεων με την Αλβανία από την ελληνική χούντα και η διμερής συμφωνία επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία 1980 ουδόλως εξάλειψαν τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο. «Το διεθνές έγκλημα της εισβολής της Ιταλίας στην χώρα μας και των ορμωμένων από το αλβανικό έδαφος ανταρτών, ουδόλως επενεργεί υπέρ των Αλβανών ως πηγή δικαιωμάτων αλλά μόνον υποχρεώσεων» μετά την ανατροπή του καθεστώτος Χότζα.
Όσον αφορά στην προστασία των περιουσιών των Βορειοηπειρωτών, που καταπατά η κυβέρνηση Ράμα πρέπει να ξέρει ότι η είσοδος της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται από την Ελλάδα, στην οποία τόσα πολλά οφείλει ο αλβανικός λαός μετά την απελευθέρωση του από τον κομμουνιστικό ζυγό.
Κόλμερ Κωνσταντίνος / slpress.gr