Οι Ηπειρώτες, κατά την μακραίωνη ιστορική τους πορεία, έχουν να επιδείξουν πολυάριθμους αγώνες και αφάνταστες θυσίες, για την απόκτηση της ελευθερίας τους και την περιφρούρηση της εθνικής τους κληρονομιάς. Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και της Ηπείρου το 1913 οι κάτοικοι του Βόρειου Ηπειρωτικού Τμήματος συνέχισαν τους αγώνες τους και μετά τους νικηφόρους πολέμους, αφού καταδικάστηκαν από τους δυνατούς της Ευρώπης να υπαχθούν σε δυνάστη απεχθέστερο και από τους Τούρκους.
Η Ενιαία Ήπειρος διχοτομήθηκε σε Νότιο και Βόρειο Ήπειρο, όροι πλασματικοί και ανιστόρητοι, δημιούργημα της μισελληνικής διπλωματίας των έξι Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως, της Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας, οι οποίες, εν ονόματι δικών τους συμφερόντων, στραγγάλισαν τα εθνικά μας δίκαια σε περιοχές που, εθνολογικά, ιστορικά, νομικά και θρησκευτικά, ανήκουν στον ελλαδικό χώρο.
Ο ανήκουστος και πρωτότυπος αυτός διαχωρισμός έγινε όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέγραψαν και έθεσαν σε εφαρμογή το επαίσχυντο «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας» (17 Δεκεμβρίου 1913), το οποίο αποτελεί και την αρχή των δεινών του Ηπειρωτικού αυτού τμήματος.
Η Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου (7 Δεκ. 1912) με απόφασή της αναγνώρισε την Αυτονομία της Αλβανίας και στο Λονδίνο (13 Μαΐου 1913) υπογράφεται «πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας και Οργανισμού της Αλβανίας», ανατίθεται δε σε Διεθνή Οροθετική Επιτροπή (ΔΟΕ) η χάραξη των συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας.
Παρότι το βόρειο ηπειρωτικό τμήμα απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, δυστυχώς, από τους Ευρωπαίους «δικαστές» παραδόθηκε στους Αλβανούς. Περιοχές που έδωσαν στην Ελλάδα τους μεγαλύτερους Εθνικούς ευεργέτες, που βοήθησαν με αίμα, με χρήμα και παιδεία στην ίδρυση και ανόρθωση του Ελληνικού Κράτους, αναγκάζονται να αποκοπούν από τον εθνικό κορμό, τη φυσική τους κοίτη, και να υπαχθούν σε λαό απολίτιστο.
Μπροστά στο διεθνές έγκλημα που διαπράχθηκε, και μετά μάλιστα από την εγκατάλειψη της επίσημης Ελλάδας, ξέσπασε η αγανάκτηση των Ηπειρωτών. Δοκιμάστηκε το αίσθημα της εθνικής τους συνείδησης και έκριναν ότι ήταν αποκλειστικό τους δικαίωμα να αποφασίσουν για την τύχη τους. Ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός θυσιαζόταν στα ιδιοτελή ξένα συμφέροντα και δεν ήταν δυνατό να δεχτεί μια τέτοια άδικη μεταχείριση υπέρ της Αλβανίας, για την οποία ο ίδιος ο υπουργός των Εξωτερικών της Ιταλίας Σαν Τζουλιάνο, είχε γράψει ότι οι Αλβανοί ήταν «ορδή και στίφος, άγριο και αρπακτικό».
Οι ελληνικοί πληθυσμοί των περιοχών Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Αγίων Σαράντα, Πρεμετής, Χιμάρας, Ερσέκας και Κοριτσάς, αποφασίζουν ένοπλη αντίσταση. Αναθέτουν την αρχηγία του Αγώνα στον εξέχοντο Ηπειρώτη Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο, από το Κεστοράτι Αργυροκάστρου, προσωπικότητα διεθνούς κύρους, ο οποίος παραιτείται από τη θέση του Γενικού Γραμματέα Ηπείρου και τίθεται στην υπηρεσία της πατρίδας της καταγωγής του.
Ο Γεώργιος Ζωγράφος φτάνει στο Αργυρόκαστρο και στις 15 Φεβρουαρίου 1914 σχηματίζει την προσωρινή Κυβέρνηση της «Αυτονόμου Ηπείρου». Στις 17 Φεβρουαρίου 1914 κάτω από το Αργυρόκαστρο, στο Δρίνο ποταμό, υψώνεται η Σημαία της Αυτονομίας με το δικέφαλο αετό και στη μέση τα αρχικά γράμματα «Α.Η.» Αυτόνομη Ήπειρος.
Η προσωρινή Κυβέρνηση, με Πρόεδρο τον Γεώργιο Ζωγράφο και μέλη του Μητροπολίτες, Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Κοριτσάς Γερμανό και Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, κηρύσσει την Ανεξαρτησία της Βορείου Ηπείρου και καλεί τους πολίτες σε νέες θυσίες για την προάσπιση, την ακεραιότητα και την ελευθερία της βορειοηπειρωτικής γης. Τα σώματα των «Ιερολοχιτών» που συγκροτήθηκαν είναι αποφασισμένα να δώσουν το αίμα τους παρά να δεχτούν την υπαγωγή τους στην Αλβανία. Τους Ιερολοχίτες τους πλαισιώνουν εθελοντές από το Άγιο Όρος, την Κρήτη, την Κύπρο και από Ηπειρώτες του Εξωτερικού. Το κίνημα παίρνει πανελλήνιες διαστάσεις. Οι Έλληνες συγκλονίστηκαν από εθνικό παλμό και από όλη την επικράτεια σπεύδουν να συντρέξουν τους αγωνιζόμενους συμπατριώτες τους.
Ο υπέρτατος Αγώνας αρχίζει. Στο Αργυρόκαστρο, στη Χιμάρα, στην Πρεμετή, στην Κοριτσά, μετά από σφοδρές φονικές μάχες, ο Αυτονομιακός στρατός απωθεί τους Αλβανούς. Σ' αυτές τις κρίσιμες ώρες τα γυναικόπαιδα αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και κοπαδιαστά φτάνουν στα Γιάννινα. Βιβλικές στιγμές, που μας θυμίζουν τα γεγονότα της Πρωτοχρονιάς του 1991, όταν και πάλι οι Βορειοηπειρώτες ομαδικά εγκαταλείπουν τον «παράδεισο του Εμβέρ Χότζα» και ικέτες έρχονται στη Μάνα πατρίδα.
Και στις δυο περιπτώσεις οι ξεριζωμένοι και εξαθλιωμένοι πρόσφυγες περνώντας τα σύνορα, αντιμετωπίζουν άλλου είδους δυσκολίες… στα πεδία των επιχειρήσεων στον Βορειοηπειρωτικό χώρο ο αγώνας συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Οι μάχες κορυφώνονται και η αβεβαιότητα για την έκβαση του αγώνα σε λίγους μήνες μετατρέπεται σε θρίαμβο. Οι Αλβανοί υποχωρούν σε όλα τα μέτωπα. Η Βορειοηπειρωτική γη ελευθερώνεται. Η Βόρειος Ήπειρος, μετά τον θριαμβικό Αγώνα ανήκει στους Ηπειρώτες.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που συμφώνησαν και υιοθέτησαν τη χάραξη της μεθοριακής γραμμής, που προτάθηκε από την Ιταλία, βλέπουν το σαθρό τους οικοδόμημα να καταρρέει και επιζητούν νέα λύση. Οι θριαμβευτικές νίκες των Ηπειρωτών είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή του «Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας» (5/17 Μαΐου 1914), με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ηπείρου και εξασφαλιζόταν ευρεία Αυτονομία στις περιοχές της Βορείου Ηπείρου.
Με τις συμφωνίες αυτές αναγνωριζόταν ο ελληνικός χαρακτήρας της Βορείου Ηπείρου και το δικαίωμα να αυτοδιοικείται. Αυτονομία με ειδική διοικητική οργάνωση, με δικούς της αντιπροσώπους στην Αλβανική Βουλή, με επίσημη γλώσσα την ελληνική και με δικαίωμα να διατηρεί δική της χωροφυλακή. Δυστυχώς τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν δικαίωσαν τους πόθους των Βορειοηπειρωτών. Παρέμειναν αλβανοκρατούμενοι. Η μοίρα του επεφύλασσε να ζήσουν κάτω από τη στυγνή δικτατορία του Χότζα και να υποστούν ανήκουστες διώξεις και πρωτοφανείς κατατρεγμούς.
Πέρασαν 108 χρόνια από την κήρυξη του Αυτονομιακού Αγώνα της Βορείου Ηπείρου, τον Φεβρουάριο του 1914. Μνήμες παλιές και πρόσφατες αναδεύονται μέσα μου και με παρακινούν να πω με θάρρος ότι, δυστυχώς, σχετικά με το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή…
Νίκος Υφαντής / proinoslogos.gr