Στις 4 Απριλίου 2021 απεβίωσε ο συχωριανός και συγγενής μας Αντώνης Βάγιος, δύο μέρες πριν τα γενέθλιά του. Ο Αντώνης Βάγιος γεννήθηκε στις Σχωριάδες Πωγωνίου στις 6 Απριλίου 1933.

Οι γονείς του Κίτσιος Βάγιος και Ευθυμία Βάγιου - Πασπάλη είχαν 4 παιδιά, την Όλγα, τον Μήτσιο, τον Τάση, και τον μικρότερο Αντώνη.

Οι γονείς του αρχικά έζησαν στην Κωνσταντινούπολη και το 1918 επέστρεψαν στο χωριό. Μετά την επιστροφή τους ο πατέρας του Αντώνη άφησε την οικογένεια στο χωριό και εκείνος ξαναέφυγε για κάποια χρόνια στα ξένα και πάλι, αυτή τη φορά πήγε στην Οδησσό (σημερινή Ουκρανία) για εργασία, εκεί είδε και έζησε από κοντά τον ερχομό και τις πρακτικές του κομμουνισμού.

Περνώντας τα χρόνια ο πατέρας του Αντώνη επέστρεψε μόνιμα στα πάτρια εδάφη. Τα αδέρφια του Αντώνη ως μεγαλύτερα άρχισαν και εκείνα την ζωή της ξενιτιάς, συγκεκριμένα ο αδερφός του Μήτσιος έφυγε στην Ελλάδα το 1938 λαμβάνοντας μέρος στην αντίσταση κατά του φασισμού ενώ τα άλλα 2 αδέρφια του Όλγα και Τάσης δραπέτευσαν για την Ελλάδα το 1945 και έτσι ο Αντώνης έμεινε στις Σχωριάδες μόνος του με τους γονείς του. Ενημερωτικά αναφέρουμε πως τα τρία αδέρφια του Αντώνη έφυγαν το 1960 για την Αμερική.

Το 1946 όμως έμελλε να ήταν η χρονιά που άλλαξε όλη την ιστορία της οικογένειας. Μετά τη λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου και την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στην Αλβανία, άρχισε το καθεστώς να δείχνει τα δόντια του. Η ελευθερία σκέψης και λόγου πλέον έπαψαν να υπάρχουν. Οι ιδέες του καθενός έπρεπε να κρυφτούν από τον έξω κόσμο. Ο πατέρας του Αντώνη όμως ήταν μαχητής όλα του τα χρόνια και το 1946 το κομμουνιστικό καθεστώς τον συνέλαβε για την περίφημη και γνωστή φράση που είπε«Οι κομμουνιστές θα μας πάρουν και τη στάχτη από το τζάκι». Ένας λόγος, μία φράση ήταν αρκετά για να τον φυλακίσουν στα διαβόητα μπουντρούμια του Καλιά Αργυροκάστρου.

Από τα πολλά βασανιστήρια και τις άθλιες συνθήκες μετά από 6 μήνες πεθαίνει ο πατέρας του και μάλιστα η σορός του δεν παραδόθηκε ποτέ στην οικογένεια.

Ο Αντώνης τότε ήταν 13 χρονών, ορφάνεψε πριν καλά καλά καταλάβει τον κόσμο, κατάλαβε απότομα τι σημαίνει στέρηση της ελευθερίας, πως μέσα από αυτή τη στέρηση ελευθερίας και την εγκαθίδρυση ενός δικτατορικού καθεστώτος εκείνος στερήθηκε τον πατέρα του, κατάλαβε απότομα πως η ζωή του θα είναι ένας μεγάλος αγώνας βιοπάλης.

Το 1955 σε ηλικία 22 ετών ο Αντώνης παντρεύεται την Πολυξένη Κατσάνου, 19 ετών εκείνη, και σε 2 βδομάδες αποφασίζουν να δραπετεύσουν παίρνοντας μαζί τους και τη μάνα του. Όνειρό του να ανταμώσει με τα αδέρφια του, όνειρό του μία ελεύθερη ζωή, δεν την μπορούσε τη σκλαβιά ο Αντώνης.

Όμως το όνειρο αυτό δυστυχώς διακόπηκε νωρίς, σχεδόν πριν ακόμη ξεκινήσει. Δυστυχώς μόλις πέρασαν το ποτάμι της Σέλιανης, στο Μετόχι, τους συνέλαβαν και αλυσοδεμένους του πήγαν περπατώντας στο Αργυρόκαστρο περνώντας τους από όλα τα χωριά προς παραδειγματισμό. Και έτσι το όνειρο για μία ελεύθερη ζωή ξαναθάφτηκε μέσα τους, άλλωστε μπροστά τους ήταν τα πολύ δύσκολα χρόνια που έπρεπε να περάσουν.

Δικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες με την κατηγορία της απόπειρας απόδρασης στην Ελλάδα. Οι ποινές πολύ μεγάλες, 15 χρόνια ο Αντώνης, 10 χρόνια η μητέρα του και 5 χρόνια η σύζυγός του Πολυξένη. Φυσικά ο Αντώνης χωρίς να το σκεφτεί καθόλου προστάτεψε τη γυναίκα του δηλώνοντας πως εκείνος την υποχρέωσε και πήρε πάνω του και τα 5 χρόνια της ποινής της και έτσι συνολικά καταδικάστηκε σε 20 χρόνια. Αυτή η πράξη από μόνη της δείχνει πως ο Αντώνης παρ' όλο το νεαρό της ηλικίας του, 22 χρονών ήταν γενναίος και υπεύθυνος για τις πράξεις του. Η Πολυξένη μετά από αυτό αφέθηκε ελεύθερη.

Την πρώτη ποινή την πέρασε διαδοχικά στις πιο σκληρές φυλακές του Μπουρέλι, της Αυλώνας, του Λάτσι και των Τιράνων. Καθημερινά πολύ δουλειά, άθλιες συνθήκες, πείνα και ψυχολογική πίεση και βία. Αποφυλακίστηκε τον Φεβρουάριο του 1967, 40 μέρες μετά το θάνατό της μητέρας του στην Αυλώνα.

Το κυνηγητό του συνεχίστηκε και εκτός φυλακής με την παρουσία της ασφάλειας σε κάθε του βήμα, στην Αυλώνα και στο Αργυρόκαστρο που μετακόμισε τα επόμενα χρόνια. Τον Δεκέμβριο του 1967 γεννήθηκε η κόρη του Ευδοξία και το 1975 ο γιός του Νικόλαος. Υπήρχε μία περίοδος ηρεμίας, χαράς και ολοκλήρωσης της οικογένειας. Οι γονείς δούλευαν καθημερινά και ο Αντώνης ως πολυτεχνίτης σε κρατική επιχείρηση και τα παιδιά τους μεγάλωναν με αγάπη και στοργή.

Αυτήν την περίοδο, το 1972 στην μεγάλη εξόρμηση των συγχωριανών της διασποράς στην Αλβανία, για την μεταφορά του νερού από τον Αηλιά στο χωριό και πολλών άλλων έργων ο Αντώνης πήρε μέρος και βοήθησε ενεργά σε καίρια σημεία όπως την ένωση των μεταλλικών σωλήνων αλλά και στην κατασκευή της γέφυρας (πασαρέλα) του Σεριάνη.

Το σπίτι του Αντώνη στο Αργυρόκαστροήταν σαν ξενοδοχείο όχι μόνον για τους συγγενείς αλλά και για όλους τους συγχωριανούς και φίλους.

Όμως η χαρά δεν διήρκησε πολύ, το 1978 συλλαμβάνεται ξανά, αυτήν τη φορά με την κατηγορία της προπαγάνδας ενάντια του κομμουνιστικού συστήματος και καταδικάζεται εκ νέου σε 10 χρόνια φυλάκισης και τον στέλνουν στις περιβόητες φυλακές του Σπάτσι, σε ορυχεία δεκάδων μέτρων κάτω από την επιφάνεια της γης. Το 1987 επιτέλους καταφέρνει να βγει ζωντανός και από αυτή τη φυλακή.

Όλη αυτήν την περίοδο της φυλακής η Πολυξένη με τα παιδιά της Δοξία και Νίκο, περνούσαν πολύ δύσκολα, όχι μόνο οικονομικά αλλά και λόγω της τεράστιας ψυχολογικής πίεσης που είχαν από παντού. Στιγματισμένοι ως «εχθροί του λαού», όχι μόνον η Πολυξένη η οποία δούλευε στη φέρμα στις πιο δύσκολες αγροτικές δουλειές αλλά και τα μικρά παιδιά στο σχολείο, στην γειτονιά και παντού.

Το 1990 επιτέλους το όνειρο που ξεκίνησε σε ηλικία 22 ετών το 1955, γίνεται πραγματικότητα και οικογενειακώς έρχεται στην Ελλάδα σε ηλικία 57 ετών.

Έζησε 30 χρόνια ελεύθερης ζωής και είδε τα παιδιά του να μεγαλώνουν, να σπουδάζουν, να παντρεύονται, και να αποκτάει 3 εγγόνια που τα λάτρευε και τον λάτρευαν.

Και εδώ στην Αθήνα το σπίτι του Αντώνη ήταν ανοικτό για όλους συγγενείς και φίλους, ήταν το στήριγμα και όλων των συμπαθούντων στις φυλακές, Ελλήνων και Αλβανών, τους καλωσόριζε και τους βοηθούσε όσο μπορούσε σε όποιο πρόβλημα και εάν είχαν.

Όλοι μας γνωρίζαμε για τον Αντώνη ότι ήταν άνθρωπος γενναίος, μπεσαλής, τα έλεγε έξω από τα δόντια, δεν συνεργάστηκε, δεν συμβιβάστηκε δεν πούλησε τα πιστεύω του, τους φίλους του, τους συνεργάτες του και αυτό το πλήρωσε ακριβά.

Κατά τη μεταβατική περίοδο μετά το 1990, ενώ μπορούσε να εκδηλώσει το θυμό του για την αδικία και την προδοσία που τον ταλαιπώρησαν τόσα χρόνια μέσα στις φυλακές, κράτησε μία πολύ αξιοπρεπή στάση χωρίς να προκαλέσει κανέναν να του απολογηθεί για το σκοτεινό παρελθόν της δικτατορίας, και αυτή η στάση είναι προς τιμής του.

Το 2006 του απονεμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία «Μετάλλιο για την προσφορά στο έθνος»

Το χαρακτηριστικό του χιούμορ τον έκανε να ξεχωρίζει σε όλη την παρέα, η στάση του ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη, ήταν δεινός αφηγητής, ο λόγος του σε συνάρπαζε και δεν ήθελες να σταματήσεις να τον ακούς.

Εγώ προσωπικά είχα τακτικές συναντήσεις κατ' ιδίαν αλλά πολύ συχνή ήταν και η τηλεφωνική μας επικοινωνία. Πάντα θέλαμε και οι δυο να τα λέγαμε, μου έλεγε: «Θέλω ανθρώπους να με καταλαβαίνουν, να τα βγάζω όλα από μέσα μου, η ζωή μου έμαθε πολλά, η φυλακή ήταν για μένα κακιά εμπειρία αλλά και ένα διαφορετικό σχολείο, γιατί εκεί συνάντησα πολύ αξιόλογους ανθρώπους, την αφρόκρεμα των διανοούμενων της Αλβανίας, γιατί ο Χότζα αυτούς φοβόταν και αυτούς έκλεινε στις φυλακές»

Όταν τον ρώτησα, καλά η πρώτη φυλακή ήταν για απόπειρα απόδρασης στην Ελλάδα, η δεύτερη όμως πως την πάτησες εσύ έξυπνος άνθρωπος; Και αυτός μου απάντησε, δεν έκανα κάτι εγώ, έπρεπε να με βάλουν μέσα και όπως λέει η παροιμία, «Θέλεις λύκε να με φας, φάε και μην μ' αφήνεις» εφόσον το έχετε προαποφασίσει μην το παιδεύεται πολύ.

Όταν τον ρωτούσα για την υγεία του και μου έλεγε τα προβλήματα του πάντα όμως χωρίς να παραπονιέται, του έλεγα χαριτολογώντας έχε υπομονή τα πρώτα 100 χρόνια είναι δύσκολα, και εκείνος γελούσε, λέγοντας μου πως ΄τα έχω περάσει βρε Θωμά γιατί τα χρόνια της φυλακής μετράνε διπλά. Ήταν πάντα ετοιμόλογος, και ενέπνεε σεβασμό.

Τα γεράματά του τα πέρασε χαρούμενα και ευχάριστα περιτριγυρισμένος με πολύ αγάπη από τη σύζυγό του Πολυξένη, από τα παιδιά του και τα εγγόνια του.

Όλα τα χρόνια στο πλευρό τους ήταν ο Νίκος που καθημερινά τους εξυπηρετούσε και είχαν το θάρρος του, λόγω που η Δοξία έμενε μόνιμα στην Αερική.

Η Δοξία βρέθηκε κοντά του όλη αυτήν την δύσκολη περίοδο της υγείας του, πηγαινοέρχονταν Αμερική - Ελλάδα όλη την περίοδο της πανδημίας.

Έκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος στα χέρια της κόρης του και του γιου του.

Η πανδημία δεν μας επέτρεψε να γίνει μία κηδεία όπως του άρμοζε με τη συμμετοχή όλων των συγχωριανών και φίλων του.

Ο Αντώνης Βάγιος θα γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία των Σχωριάδων μαζί με όλους τους άλλους συγχωριανούς που καταδικάστηκαν άδικα γιατί ήθελαν την ελευθερία.

Αιωνία η μνήμη του.

Θωμάς Νάκας