Την 15η Φεβρουαρίου 1968, ένα χρόνο μετά την ομιλία του Ενβέρ Χότζα για τον πόλεμο κατά των παλαιών αντιλήψεων και τη χειραφέτηση των γυναικών, η εφημερίδα Λαϊκό Βήμα δημοσίευε μια επιστολή 200 γυναικών από το χωριό Δρόβιανη της επαρχίας των Αγίων Σαράντα, οι οποίες εξέφραζαν την αυθόρμητη ευγνωμοσύνη τους για τον άνθρωπο που «τους γλύτωσε από το σκοτάδι».

Ήταν κοινό μυστικό, όμως, ότι όλες αυτές οι ομαδικές επιστολές δεν ήταν προϊόν έμπνευσης, στοργής, αγάπης και ευπείθειας των αποστολέων, αλλά προϊόντα σκοτεινών κομματικών γραφείων με ικμάδα καιροσκοπισμού και πολιτικής ιδιοτέλειας σύμφωνα με τις κατά καιρούς συγκυρίες. Κοινώς, ήταν πλαστογράφηση της κοινής συνείδησης.

Αλγεινή εντύπωση προκαλούσε το γεγονός ότι, ενώ θα περίμενε κανείς, κατά τα ειωθότα των ημερών, η επιστολή να αναφέρεται στα δικαιώματα των γυναικών, αυτή, κατά τρόπο προκλητικό και με απειλητικό ύφος, από τον πηχυαίο κιόλας τίτλο του πρωτοσέλιδου, προειδοποιούσε τους «εχθρούς κάθε μάρκας» ότι στην Αλβανία επαγρυπνούσαν μικροί, μεγάλοι και γυναίκες. Είχαν διαρρεύσει μόνο τέσσερα χρόνια που ένας Δροβιανίτης συγχωριανός τους είχε εκτελεστεί στα Τίρανα (την 19η Νοεμβρίου 1964) κατά τρόπο στυγερό από το καθεστώς, κατηγορούμενος ως εχθρός του λαού. Ήταν ο δάσκαλος Ευθύμιος Τάταρης. Από τη Δρόβιανη υπήρχαν και άλλοι πολλοί «εχθροί κάθε μάρκας» φυλακισμένοι, εκτελεσμένοι, πολιτικοί φυγάδες, μεταξύ των οποίων και πολλές γυναίκες, οι οποίες είχαν οδηγηθεί στις φυλακές, στην εξορία, είχαν δραπετεύσει ομαδικά ή κατά μόνας -προς αναζήτηση των συζύγων τους- είχαν δολοφονηθεί ή εξαφανιστεί από την εγκληματική σπείρα του καθεστώτος, την αλβανική ασφάλεια. Κατά μία ακριβή προσέγγιση, ο αριθμός των Βορειοηπειρωτισσών (και Ελληνίδων που βρέθηκαν στην Αλβανία για διάφορους λόγους) φυλακισμένων από το 1945 έως το 1990 ανέρχεται σε 108. Η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε από το αλβανικό καθεστώς την 11η Ιουνίου 1945, κατηγορούμενη ως εγκληματίας πολέμου, ήταν Βορειοηπειρώτισσα η Θεοδώρα Γκούτζου, 22 μόνον ετών, μητέρα ενός ανήλικου τέκνου, η οποία δεν γνώριζε ούτε γραφή ούτε ανάγνωση. Η εκτέλεσή της έγινε με εντολή του Ενβέρ Χότζα.

Ο αριθμός των εκτοπισμένων και εξορισμένων Βορειοηπειρωτισσών ανέρχεται σε εκατοντάδες, οι οποίες συνήθως εκτοπίζονταν μαζί με τα ανήλικα παιδιά τους, καθώς οι άνδρες τους είχαν μεταναστεύσει ή δραπετεύσει στην Ελλάδα.

Ο αριθμός των φυγάδων Βορειοηπειρωτισσών γυναικών είναι επίσης μεγάλος. Υπήρχαν περιπτώσεις που κατά τη διέλευση των συνόρων οι γυναίκες Βορειοηπειρώτισσες δολοφονήθηκαν, μάλιστα υπήρχαν κατηγορίες για περιπτώσεις ότι πριν την εκτέλεσή τους στη μεθόριο είχαν κακοποιηθεί από τους αλβανούς συνοριοφύλακες. Τέτοιες περιπτώσεις καταδεικνύονται: Την 26η Αυγούστου 1946, οι συνοριοφύλακες της Κοσοβίτσας εκτέλεσαν τη Μαρίκα Νάτση κατά την απόπειρα διαφυγής της στην Ελλάδα και την παράχωσαν πρόχειρα. Ο θείος της, Παύλος Κατσούλας, ζητούσε να εκτεθεί δημόσια το πτώμα της, για να δει ο κόσμος με τα μάτια του την κακοποίηση του θύματος. Εξ αιτίας της διαμαρτυρίας του φυλακίσθηκε και καταδικάσθηκε από το Στρατοδικείο του Αργυροκάστρου. Τον Φεβρουάριο του 1949, επίλεκτοι καταδρομείς της ασφάλειας μαζί με φύλακες των συνόρων φόνευσαν την Αθηνά Καλέγια και τη μητέρα της, Καλλιόπη, μαζί με την Αθηνά Τέρπου στη μεθόριο της Σωτήρας, μπροστά στα μάτια του ανήλικου γιου της, Λάζαρου Καλέγια, 16 ετών, τον οποίο στη συνέχεια συνέλαβαν και τον καταδίκασαν για προδοσία κατά της πατρίδας. Οι χωριανοί των θυμάτων κατήγγειλαν, επίσης, κακοποίηση των γυναικών πριν τη δολοφονία τους. Και άλλες περιπτώσεις.

Η μικρότερη γυναίκα Βορειοηπειρώτισσα, μόλις 15 ετών, που φυλακίστηκε ήταν η Αλεξάνδρα Μπίλλη από το χωριό Σεράνη του Λεκοβικίου, ορφανή εκ μητρός και πατρός (ο πατέρας της Λεωνίδας Μπίλλης είχε καταδικασθεί ως εχθρός του λαού σε 20-ετή κάθειρξη, ένα χρόνο πριν) κατηγορούμενη επί κατασκοπεία και συνεργασία με τον δραπέτη αδελφό της Γκάκιο Μπίλλη, ο οποίος συνεργαζόταν «με αντιδραστικούς κύκλους στην Ελλάδα» και διασπορά ηττοπαθών συνθημάτων. Βάσει της απόφασης 55/5-4-1947 του Στρατοδικείου της 8ης Μεραρχίας Στρατού της Κορυτσάς, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 4, Ν. 372/12-12-1946 και άρθρο 1 του Ν. 21 κατηγορήθηκε επίσης για δολιοφθορά του αγώνα και της εξουσίας και καταδικάσθηκε σε 2 χρόνια φυλάκισης. Η καταδικασθείσα ζήτησε ελεημοσύνη από το δικαστήριο και ισχυρίσθηκε ότι άφησε δυο μικρότερες αδελφές ολομόναχες τις οποίες δεν φροντίζει κανείς και άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία μετριάσθηκε ελάχιστα.

Η Βορειοηπειρώτισσα γυναίκα η οποία εξέτισε τη μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης ήταν η Μαγδαληνή Ζήση από τη Λεσινίτσα (16 χρόνια, 2 μήνες και 2 μέρες) η οποία κατατάσσεται η τρίτη κατά σειρά γυναίκα σε όλο το αλβανικό ποινολόγιο ως προς τη διάρκεια εγκλεισμού. Φυλακίσθηκε το 1963 και αποφυλακίσθηκε το 1980, περιφερόμενη σε διάφορες φυλακές και στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας.

Ως ο μικρότερη φυγάδα από την Αλβανία καταγράφεται ένα κοριτσάκι από τη Δρόπολη μόλις 10 ετών, ενώ ως πρεσβύτερη αναφέρεται μία υπερήλικη γυναίκα από το Βούρκο, η Θεοδώρα Τσούκα, 80 ετών, η οποία παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές τον Οκτώβριο του 1958, οδηγούμενη στη συνέχεια στο Στρατόπεδο της Σύρου.

Κατά γενική ομολογία, οι γυναίκες Βορειοηπειρώτισσες έπαιξαν σπουδαίο ρολό στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, τη διάσωση και την ανάπτυξη του ελληνισμού, και αυτό δεν μπορούσε να το παραλείψει ο διωκτικός και κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός του αλβανικού κομμουνιστικού καθεστώτος.

Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ