Γράφει ο Μιχάλης Γκολέμης


Πεθαίνουν άραγε οι ήρωες; Όσο κι αν ο κοινός κυνικός ρεαλισμός αποπειράται ματαιόπονα να μας πείσει, η εσωτερική μας κατάφαση προς την αιώνια ύπαρξη εκείνων που μετέτρεψαν τον χρόνο της ζωής τους σε περίσεπτες σελίδες ελληνικής ιστορίας θα συντηρεί ακλόνητα την ψυχική μας ροπή προς μια πιο ρομαντική παραδοχή. Άλλωστε, δεν είναι και λίγο να βηματίζεις σε χώματα που ίσως από κάτω να σκεπάζονται οστά προγόνων, που εν ζωή υπενθύμισαν σε ορισμένους επιβουλείς κάποτε, μακρύτερα ή κοντινότερα στο παρόν, ότι εκεί γεννήθηκε, ανδρώθηκε και μεγαλούργησε το ανυπότακτο ελληνικό πνεύμα. Τέτοιους τόπους ιερούς αξιώθηκε το 2016 και ο υποφαινόμενος να περιδιαβεί, να προσκυνήσει. Πρόκειται για τη μία από τις δύο κυριότερες, δεινότερες και περισσότερο χρονίζουσες πληγές στο εθνικό μας σώμα, την αδούλωτη πλην όμως πολλές φορές σταυρωμένη και λησμονημένη Βόρειο Ήπειρο, όπου ανέκαθεν κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί που ένιωθαν Έλληνες της Ηπείρου και που μαζί με την κατεχόμενη Κύπρο θα πρέπει να αποτελέσει πεδίο εντατικής, υπεύθυνης και στρατηγικής εθνικής διπλωματικής προσπάθειας.

Ήταν Πέμπτη 24 Μαρτίου του 2016 όταν φτάσαμε αργά το βράδυ από τη Θεσσαλονίκη οδικώς στη Δερβιτσάνη της Βορείου Ηπείρου, χωριό λίγο έξω από το Αργυρόκαστρο, μαζί με μια παρέα δέκα περίπου ανθρώπων, προκειμένου να παραστούμε στις εορταστικές εκδηλώσεις των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών για την εθνική μας επέτειο της 25ης Μαρτίου και να πραγματοποιήσουμε τις αμέσως επόμενες μέρες ένα οδοιπορικό στα εδάφη της Βορείου Ηπείρου. Όταν ξημέρωσε η μεγάλη εορτή, ομολογώ ότι αδυνατούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που με διαβεβαίωναν τα ίδια μου τα μάτια ότι αντίκρυζα. Οι κεντρικοί δρόμοι της Δερβιτσάνης πλήρως σημαιοστολισμένοι, στην πλαγιά του παρακείμενου βουνού απλωμένη μία γιγαντιαία ελληνική σημαία, έξω από το σχολείο και το πολιτιστικό κέντρο δύο ευμεγέθη πανό με την εμβληματική επιγραφή «Ζήτω η Επανάσταση του 1821!», ενώ στην εκκλησία είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με πλήθος συνομηλίκων Ελλήνων Βορειοηπειρωτών, οι οποίοι με περισσή λεβεντιά, παλληκάρια και κοπέλες, ήταν ενδεδυμένοι με τις παραδοσιακές ντόπιες στολές τους της Επανάστασης του 1821! Η πανηγυρική δοξολογία τελέστηκε στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο οποίος βρίσκεται στην καρδιά της Δερβιτσάνης και ήταν από τις λίγες εκκλησίες που δεν γκρέμισε ο κομμουνιστής δικτάτορας Ενβέρ Χότζα, ωστόσο την είχε μετατρέψει σε αποθήκη λιπασμάτων (!) κατά τη διάρκεια των πέτρινων χρόνων που καταδυνάστευε και δίωκε απηνώς τους Έλληνες Χριστιανούς. Στον ίδιο ναό τελέστηκε για πρώτη φορά η Θεία Λειτουργία τα Χριστούγεννα του 1990, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, οπότε και επιτρεπόταν πλέον η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών ελευθεριών. Νομίζω είναι περιττό να περιγράψω τις στιγμές εθνικής συγκίνησης όταν σε αυτόν τον ναό ψάλαμε όλοι μαζί το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» στην Παναγία, για να ακολουθήσει η μεγαλειώδης παρέλαση και η πληθώρα των μαθητικών εορτών των αδελφών μας της Βορείου Ηπείρου.

Δε θα ξεχάσω ποτέ τι είδα και άκουσα στα μέρη που επισκέφθηκα στη Βόρειο Ήπειρο… Είναι, μήπως, δυνατόν να αποβληθούν από τη μνήμη κάποιου οι εικόνες των βάρβαρων και απάνθρωπων φυλακών του Χότζα; Μπορεί κανείς να ξεχάσει την ιστορία δύο σημερινών Βορειοηπειρωτών τους οποίους το τότε κομμουνιστικό καθεστώς επί ενενήντα ολόκληρες ημέρες, δηλαδή επί τρεις μήνες, τους είχε αλυσοδεμένους χειροπόδαρα μέσα στις φυλακές του Αργυροκάστρου, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα να τρέμουν τα χέρια τους λόγω του νευρικού κλονισμού που τους προκλήθηκε; Εκατοντάδες είναι οι ανηλεείς και φρικώδεις μέθοδοι βασανισμού που έχουν να διηγούνται όλοι όσοι έζησαν τα αιματοκυλισμένα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος, όπως για παράδειγμα οι τεχνητοί πνιγμοί στις μπανιέρες των φυλακών του Αργυροκάστρου, το «καθάρισμα» αποχωρητηρίων με τα πρόσωπα των κρατουμένων και άλλα πολλά αναρίθμητα κανιβαλικά μαρτύρια που προκαλούν τουλάχιστον τον αποτροπιασμό όσων συνοφρυωμένοι καταφέρνουν να τα ακούσουν.
Παράλληλα, τόσο μεγάλο ήταν το μένος του Αλβανού δικτάτορα προς τους Έλληνες Χριστιανούς, που βεβήλωσε ό,τι ιερό είχαν και αποσχημάτισε όλους τους ιερείς. Ο Μητροπολιτικός Ναός του Αργυροκάστρου μετατράπηκε σε χαρτοπαικτική λέσχη Αξιωματικών, ενώ όσοι ναοί δεν γκρεμίστηκαν, έγιναν στάβλοι, θέατρα, κινηματογράφοι ή και γυμναστήρια ακόμη. Μάλιστα, σε έναν ναό που λειτουργούσε πλέον ως θέατρο, η Αγία Τράπεζα μετατράπηκε σε πάγκο με αναψυκτικά, ενώ οι αγιογραφίες παντού καταστρέφονταν και συχνά στο ιερό ναών Αλβανοί του καθεστώτος άφηναν τις ακαθαρσίες τους… Βέβαια, το ήθος και των σημερινών αλβανικών διοικήσεων δεν αγγίζει ούτε τη χαμηλότερη στάθμη της στοιχειώδους αρμονικής συνύπαρξης, αφού καταμεσής στην πλατεία του Αργυροκάστρου έχει στηθεί προκλητικά ένας από τους ψηλότερους κοντούς αλβανικής σημαίας με την τελευταία σε μεγάλες εννοείται διαστάσεις να κυματίζει, ενώ δίπλα από το Ελληνικό Προξενείο στο αλβανικό κράτος βρίσκεται σε έναν τοίχο με μεγάλα γράμματα η επιγραφή «Δόξα στην Αλβανία», γραμμένη στην αλβανική γλώσσα. Αξίζει, βεβαίως, να σημειωθεί πως σε πολλά σχολεία της Αλβανίας στους τοίχους των τάξεων είναι τοποθετημένος ο χάρτης όχι του αλβανικού κράτους με τα διεθνώς αναγνωρισμένα του σύνορα, αλλά της «Μεγάλης Αλβανίας»…

Πέραν της Δερβιτσάνης και του Αργυροκάστρου αξιώθηκα να βρεθώ και σε άλλα ιερά μέρη της Βορείου Ηπείρου, όπως στην ηρωική Χειμάρρα, που συχνά αποκαλείται ως «το Σούλι της Βορείου Ηπείρου», τον Αυλώνα, το Φίερι, το Κολυκόντασι, όπου μαρτύρησε ο διδάσκαλος του Γένους μας Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, το Μπεράτι, με το εντυπωσιακό μεσαιωνικό κάστρο του και την ιστορική μητρόπολή του, το Τεπελένι και το Τεριαχάτι. Τα εδάφη αυτά είναι όλα κατάστικτα από στοιχεία του μακραίωνου ελληνικού πολιτισμού: ναοί των θεών των αρχαίων Ελλήνων, παλαιοχριστιανικοί, βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί με εντυπωσιακά ψηφιδωτά και αγιογραφίες, ελληνικά θέατρα, αρχαία τείχη, πολλές επιγραφές στα ελληνικά. Και όμως το αλβανικό κράτος, ακολουθώντας την πάγια και συνεπή πρακτική του των τελευταίων τριών δεκαετιών, παρουσιάζει τα μνημεία αυτά του Ελληνισμού ως αλβανική πολιτιστική δημιουργία…

Φαίνεται είναι το μοναδικό έρεισμα που μπορεί να έχει ένας λαός που στη φλεγόμενη κατά τις αρχές του περασμένου αιώνα Βαλκανική Χερσόνησο ουδέποτε αγωνίστηκε για την ελευθερία του, παρά μόνον συνεργαζόταν με τον κοινό εχθρό των υπολοίπων βαλκανικών λαών, την Τουρκία (σχέση που παραμένει αδιατάρακτη έως και σήμερα). Μάλιστα, μοναδικό αίτιο της όψιμης δημιουργίας του αλβανικού κράτους (28 Νοεμβρίου 1912) απετέλεσε η άρνηση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής -και κυρίως της Ιταλίας- να ελέγχει και η Ελλάδα τα νερά της Αδριατικής, κάτι που σίγουρα θα επιτυγχανόταν από τον προελαύνοντα προς βορράν ελληνικό στρατό των νικηφόρων βαλκανικών πολέμων, αν δεν σφετεριζόταν τα ελληνικά εδάφη το νεότευκτο αλβανικό κράτος.

Ακόμη και μετά από την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης, παρατηρείται ανησυχητικά πως ο αλβανικός εθνικισμός όχι μόνον καλά κρατεί αλλά έχει καταγάγει και σημαντικές νίκες στο επίπεδο της εξωτερικής εθνικής πολιτικής, όπως είναι η χαρακτηριστική περίπτωση του Κοσόβου. Είναι γνωστοί, εξάλλου, οι εδραιωμένοι και περιοδικά επαναλαμβανόμενοι τακτικισμοί των αλβανικών κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών σε βάρος της ελληνικής εθνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο, τα δικαιώματα της οποίας καταστρατηγούνται βάναυσα και συστηματικά. Μόλις τον Αύγουστο του 2015 γκρεμίστηκε ελληνορθόδοξος ναός στη Βόρειο Ήπειρο για να χρησιμοποιηθεί ως δημοτικό κτήριο (!), ενώ τον Αύγουστο του 2010 δολοφονήθηκε ο 37χρονος Χειμαρριώτης Αριστοτέλης Γκούμας, γιατί επέμενε να μιλάει ελληνικά, δηλαδή τη μητρική του γλώσσα, όταν ήταν με φίλους του στην παραλία της Χειμάρρας, και αντιμίλησε σε παρέα Τσάμηδων που του ζήτησαν τον λόγο…Οι τέσσερεις Τσάμηδες που ευθύνονταν για τη δολοφονία του ένα χρόνο μετά την αποτρόπαια πράξη τους ήταν ελεύθεροι.

Ακόμη πιο πρόσφατα, ανήμερα της εθνικής μας επετείου της 28ης Οκτωβρίου του 2018 στο χωριό Βουλιαράτες της Βορείου Ηπείρου, ο 35χρονος Κωνσταντίνος Κατσίφας εκτελέστηκε, αφού προηγουμένως κακοποιήθηκε άνανδρα, από τους επίλεκτους της αλβανικής αστυνομίας κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Οι δολοφόνοι του ομογενούς μας ακόμη παραμένουν ατιμώρητοι, το πόρισμα ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και ο φάκελος της υπόθεσης είναι έτοιμος να μπει στο αρχείο της Αλβανικής Αστυνομίας ελλείψει στοιχείων… Περαιτέρω, εγκληματική είναι και η σκόπιμη κωλυσιεργία της πλήρους διευθέτησης του ζητήματος των χιλιάδων άταφων (!) Ελλήνων στρατιωτών του 1940, ενώ συγχρόνως το αλβανικό κράτος, με πρόσχημα διοικητικές μεταρρυθμίσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, καταβάλλει επίμοχθες και μεθοδικές προσπάθειες να συγχωνεύσει και να μειώσει τους ελληνικούς δήμους, κάτι που εν πολλοίς έχει κατορθώσει.

Οι Βορειοηπειρώτες όμως αγωνίζονται, αντιστέκονται, θα νικήσουν! Ο Αγώνας μας για το Βορειοηπειρωτικό δεν τελείωσε, συνεχίζεται! Η κοινωνία αλλά και η πολιτεία μας θα πρέπει να αγωνιστούν για να εξασφαλιστούν πλήρως τα θρησκευτικά, γλωσσικά, πολιτιστικά, διοικητικά και πολιτικά δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών αδερφών μας, που καταπατούνται ποικιλοτρόπως. Ένας διάλογος με μία περήφανη ηλικιωμένη Βορειοηπειρώτισσα από τη Δρόπολη θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένος στον νου μου, ως η επιτομή της εθνικής ζέσης των εκεί αδελφών μας: « -Είστε από τη Βόρειο Ήπειρο; -Καλά δε με βλέπεις εδώ λεβέντισσα! Δροπολιτσιώτισσα είμαι!».


πηγη:pollsandpolitics.gr