Οι καταληκτικές διαπραγματεύσεις για τη διπλωματική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Αλβανίας άρχισαν τον Ιανουάριο του 1971 στη Νέα Υόρκη, μεταξύ των μόνιμων αντιπροσώπων των δύο χωρών στον ΟΗΕ, του Δημητρίου Μπίτσιου για την Ελλάδα και του Σαμί Μπαχόλι (Sami Baholli) για την Αλβανία, ύστερα από πρόταση που η Αθήνα είχε διαβιβάσει προς τα Τίρανα την 14η Δεκεμβρίου 1970. Είχε προηγηθεί η επιμελητηριακή σύνδεση ένα χρόνο πριν, την 21η Ιανουαρίου 1970, η οποία υπεγράφη στο Παρίσι με τη διμερή εμπορική συμφωνία ύψους 1.500.000 δολαρίων ετήσιων ανταλλαγών Ελλάδος και Αλβανίας, η οποία πλαισιώθηκε και από τραπεζική συμφωνία για τον τρόπο πληρωμών, εφόσον ένα μέρος των προϊόντων θα διακινούντο με κλίρινγκ. Οι συνομιλίες διεξήγοντο υπό την άμεση επίβλεψη του Χρ. Ξανθόπουλου Παλαμά, υφυπουργού Εξωτερικών, ενώ από αλβανικής πλευράς υπό τις οδηγίες του ιδίου του υπουργού των Εξωτερικών Νέστι Νάσε (Naste Nase). Την 6η Μαΐου 1971 εκδόθηκε ταυτοχρόνως στην Αθήνα και στα Τίρανα η ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία:

Γράφει ο Σταυρος Γ. Ντάγιος *

"Η κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος και η κυβέρνησις της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας συνεφώνησαν δια την εγκατάστασιν διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και δια την ανταλλαγήν διπλωματικών αντιπροσώπων εις τον βαθμό των πρεσβειών".

Η πρώτη ομάδα εργαζομένων της αλβανικής Πρεσβείας κατέφθασε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1971, και την 16η Νοεμβρίου ο αλβανός πρέσβης Λικ Σεΐτι (Lik Seiti) παρέδωσε τα διαπιστευτήρια στον αντιβασιλέα Γεώργιο Ζωιτάκη, ενώ η ελληνική Πρεσβεία στα Τίρανα είχε ανοίξει νωρίτερα. Οξυδερκής και ιδιαίτερα ψυχρός –προερχόμενος από τις δομές των μυστικών υπηρεσιών και από μία πετυχημένη θητεία ως πρέσβη στο Βελιγράδι– ο Σεΐτι (καταγόμενος από το Σεβαστέρι Αυλώνας) συγκέντρωνε όλα τα γνωρίσματα ενός κατάλληλου τεχνοκράτη να χειριστεί επιδέξια τη θνησιγενή προσέγγιση, σε συνθήκες τριακονταετούς ψυχρότητας και ψυχροπολεμικής έντασης. Από την άλλη, ο έλληνας πρέσβης Διονύσιος Καραγιάννης διορίστηκε στα Τίρανα ως έμπειρος και ικανός διπλωμάτης, ο οποίος έπρεπε να αντιμετωπίσει την αλβανική δυσπιστία ως το κύριο ανάχωμα στην ανάπτυξη των σχέσεων. Μετά από ενάμιση χρόνο, όμως, αδύναμος να αντέξει την ασφυκτική αστυνομική παρακολούθηση –ενίοτε αδιάκριτη–, ο Καραγιάννης παραιτήθηκε.


ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΧΩΡΩΝ

Η ίδρυση οργανικής ελληνικής πρεσβείας στην Αλβανία με ΒΔ καταγράφεται την 1η Μαΐου 1914, με έδρα το Δυρράχιο, το οποίο ήταν τότε πρωτεύουσα του αλβανικού κράτους. Πρώτος έλληνας επικεφαλής της ελληνικής Πρεσβείας στην Αλβανία διορίζεται ο Κων. Βαρατάσης (1914) και στη συνέχεια οι: Κων. Ψαρούδας (1915), Μιλτ. Φραγκίστας (1917), Νάκος Πανουργιάς (1922), Ιω. Κοκοτάκης (1923-1925), Εμμ. Καψαμπέλης (1926), Ιω. Κοκοτάκης (1926). Το 1928 η ελληνική Πρεσβεία μεταφέρεται στην πρωτεύουσα των Τιράνων. Πρώτος πρέσβης στα Τίρανα θήτευσε ο Ιω. Κοκοτάκης και στη συνέχεια ο Λέων Β. Μελλάς (1928), ο Παν. Πιπινέλης (1930, επιτετραμμένος για λίγο διάστημα) και στη συνέχεια οι Κιμ. A. Κόλλας (1930), Κιμ. Διαμαντόπουλος (1932), και, τέλος, ο Περικλής Σκέφερις (1935-1939). Την 6η Σεπτεμβρίου 1939 καταργείται η αρχή με το ΑΝ 1949/6-9-1939, λόγω της κατάληψης της Αλβανίας από την Ιταλία.

Το καλοκαίρι του 1939, η Ρώμη είχε ζητήσει την άμεση ανάκληση και του έλληνα υποπρόξενου στο Αργυρόκαστρο, Δημήτρη Νικολαρεΐζη. Μετά από την ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας (Οκτώβριος 1940) έγκλειστοι στην πρεσβεία τους έμεναν οι ιταλοί διπλωμάτες στην Αθήνα έως ότου, μετά από δέκα μέρες, ανταλλάχθηκαν στα ουδέτερα γιουγκοσλαβικά σύνορα με τους έλληνες διπλωμάτες της Ρώμης και των Τιράνων.

Εν συντομία, έως το 1939 στην Αλβανία λειτουργούσε η ελληνική πρεσβεία (αναφερόμενη ενίοτε και ως Γενικό Προξενείο Τιράνων), δύο υποπροξενεία, στο Αργυρόκαστρο και στην Κορυτσά, και δυο παραμεθόρια προξενεία, στους Αγίους Σαράντα και στην Αυλώνα (αναφερόμενα και αυτά ως υποπροξενεία), στα οποία θήτευσαν γνωστά ονόματα της ελληνική διπλωματίας, όπως ο Γιώργος Σεφέρης (υπέγραφε ως Γεώργιος Σεφεριάδης, Διευθύνων Πρόξενος Κορυτσάς). Ο Σεφέρης αφίχθη στην Κορυτσά την 17η Νοεμβρίου 1936 και επέστρεψε στην Αθήνα την 2η Δεκεμβρίου 1937. Ο δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Νικολαρεΐζης, ο οποίος τηρούσε επιστολικό διάλογο με τον Σεφέρη, εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία τον Φεβρουάριο του 1936 και η πρώτη του θητεία ήταν σε θέση υποπροξένου στο Αργυρόκαστρο (1940).

Από τους επικεφαλής διπλωμάτες που θήτευσαν προπολεμικά στην Αλβανία, –εάν μπορούσα– θα ξεχώριζα δυο: Τον Περικλή Σκέφερι, λεπτό ψυχολόγο με οξύ διπλωματική αντίληψη και πολιτική διορατικότητα και τον Δημήτρη Νικολαρεΐζη, τα τηλεγραφήματα του οποίου από το Αργυρόκαστρο συνιστούν υπόδειγμα σεμνότητας, λακωνικής διατύπωσης και αυστηρής ακρίβειας.

Ακολούθησε η εφαρμογή του εμπόλεμου νόμου, τον οποίο πρώτη η Αλβανία κήρυξε εναντίον της Ελλάδας το καλοκαίρι 1940 με δεσμεύσεις περιουσίων ελλήνων πολιτών στην Αλβανία (τραπεζικές καταθέσεις, ακίνητη περιουσία, διακοπή λειτουργείας ελληνικών επιχειρήσεων εντός της επικράτειάς της κ.λπ). Συγκεκριμένα, την 9η Ιουνίου 1940 με το Βασιλικό Διάταγμα 194/9-6-1940, το οποίο φέρει την υπογραφή του Βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄, δημοσιευμένο στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 10η Ιουνίου 1940 με αριθμό 93 και υπογραφή του δωσίλογου πρωθυπουργού Σεφκέτ Βερλάτσι (Shefqet Verlaci),

"Το αλβανικό βασίλειο αναγνωρίζεται ότι ευρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με εκείνα τα κράτη με τα οποία και η Ιταλία τελεί υπό κατάσταση εμπολέμου".

Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό, οι αλβανικές ένοπλες δυνάμεις τίθεντο υπό τις διαταγές του Ιταλικού Επιτελείου Στρατού. Την 4η Ιουλίου 1940, το βασιλικό διάταγμα κατέστη νόμος (Ν. 319) ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης 128 και τέθηκε σε ισχύ την 4η Αυγούστου 1940. Με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το φθινόπωρο του 1943 η Αλβανική Εθνοσυνέλευση κατήργησε τον ανωτέρω νόμο.

Στον αντίποδα, και η Ελλάδα, η οποία δέχθηκε την επίθεση από αλβανικού εδάφους και από ιταλοαλβανικό στράτευμα, ψήφισε το Νόμο 2636 της 10/10 Νοεμβρίου 1940 «Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών» (ΦΕΚ Α΄ 379) Β.Δ., ο οποίος όριζε:

"Ορίζομεν ως εχθρικά κράτη, υπό την έννοια του ανωτέρου αναγκαστικού νόμου 2636/1940, την Ιταλίαν μετά των κτήσεων, αυτοκρατορικών εδαφών και αποικιών αυτής, ως και την Αλβανίαν. Θέτομεν εις εφαρμογή εν όλω τας διατάξεις του ανωτέρω νόμου ως προς τα κράτη ταύτα από της 28ης Οκτωβρίου 1940".

Συνεπώς, οι σχέσεις των δύο χωρών έως το 1971 διένυσαν μια περίοδο μακράς ψυχροπολεμικής εγρήγορσης, διπλωματικής αδράνειας, πολιτικής αφορίας και ανάδρομης πορείας, ανήκουσες σε διαφορετικά, στρατιωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά στρατόπεδα. Χρειάστηκαν, λοιπόν, 32 χρόνια για την επανίδρυση της οργανικής πρεσβείας με ΝΔ 947 της 20/26.7.1971 (ΦΕΚ Α' 150), πρώτος επικεφαλής ήταν ο Διον. Καραγιάννης (1971-1972), και στη συνέχεια οι: Δημ. Φραντζεσκάκης (1973-1976), Ευστ. Μητσόπουλος (1977), Κων. Πολίτης (1979), Απ. Παπασλιώτης (1981-1986), Σπυρ. Δοκιανός (1987), Στυλ. Μαλλικούρτης (1990), Χρ. Τσαλίκης (1992), Κων. Πρεβεδουράκης (1996), Αλ. Μαλλιάς (1999), Δημ. Ηλιόπουλος (2001), Παν. Καρκαμπάσης (2004), Κων. Κοκόσης (2006).

Η ίδρυση οργανικής αλβανικής πρεσβείας στην Ελλάδα καταγράφεται το 1923 με πρώτο επικεφαλής τον Mit'hat Frashëri (1923-1926). Στη συνέχεια θήτευσαν οι: Stavro Stavri (1926-1928), Rrok Stani (1928), Ekrem Vlora (1929-1930), Ali Asllani (1930-1932), Xhaferr Vila (1932-1933), Tahir Shtylla (1933), Qemal Mesarea (1933-1934), Xhavid Leskoviku (1934-1936), Sotir Laçi (1936-1937), Rauf Fico (1937- Αύγουστος 1939). Μετά το 1971, επικεφαλής ήταν: Lik Seiti (1972-1979), Bashkim Dino (1979-1981), Ksenofon Nushi (1981-1988), Izedin Ajdini (1988-1991), Qazim Tepshi (1991-1992), Hysen Çabej (1992-1997), Kastriot Robo (1997-2002), Bashkim Zeneli (2002-2005), Vili Minarolli (2005-2010), Dashnor Dervishi (2010-2017), Adriana Hobdari (2017-2020), Luela Hajdaraga (2020-…).

*Ο Σταύρος Γ. Ντάγιος είναι Διδάκτωρ Ιστορίας του ΑΠΘ